Παντάνασσα

Με τις μοναχές του Μυστρά

«Η προσευχή δεν έχει ωράριο, η προσευχή είναι σε όλη τη διάρκεια της ημέρας, όταν ψέλνουμε, όταν κεντάμε, όταν καθαρίζουμε, όταν μαγειρεύουμε», λένε οι πέντε μοναχές της μονής Παντάνασσας, της βασίλισσας των Πάντων. Καθεμία έχει το διακόνημά της, «κι επειδή έχουμε ένα μικρό μοναστήρι, η μία βοηθά την άλλη. Τα πάντα όλα κάνουμε!». Παρατηρούμαι, μέσα από το ράσο, το χέρι μιας μοναχής, στο οποίο είναι γραμμένα με στιλό πολλά ρητά. Ένα που κρατήσαμε: «Τα αναμενόμενα ανατρέπονται και τα προσδοκώμενα υπερβαίνονται».

Φτάνοντας στους πρόποδες του Ταϋγέτου, σε ύψωμα 621 μ., από την επάνω πύλη της καστροπολιτείας, έξι χιλιόμετρα δυτικά της Σπάρτης, ξεκινούν δύο καλντερίμια. Το ένα οδηγεί στο φράγκικο κάστρο με τις οχυρώσεις που εκμεταλλεύτηκαν άριστα τη βραχώδη μορφολογία του εδάφους, και το δεύτερο κατηφορίζει στην Κάτω Πόλη μέσω της πύλης της Μονεμβασιάς. Μας αιχμαλωτίζει η θέα των απόκοσμων χαραδρών του Ταϋγέτου, που αγκαλιάζουν την ομίχλη, και του ποταμού Ευρώτα, που ρέει μέσα στους πορτοκαλεώνες.

Στην Άνω Πόλη, επισκεπτόμαστε τις εκκλησιές της Αγίας Σοφίας, του Αγίου Νικολάου, και το φιλόξενο γυναικείο Μοναστήρι της Παντάνασσας. Μέχρι και σήμερα, οι μοναχές μεταφέρουν τα ψώνια τους με γαϊδουράκι στα δύσβατα σοκάκια. «Είναι το ζωντανό 4Χ4», μας λένε. Περιπλανιόμαστε ανάμεσα στις κατοικημένες μέχρι και το 1950 οικίες των λόφων, ανακαλύπτοντας πτυχές της καθημερινότητας των κατοίκων, τη χρήση ντόπιων δομικών υλικών και επιρροές από τη δυτική αρχιτεκτονική. Κάποια σπίτια είχαν ανοιχτές καμάρες στο ισόγειο για να περνούν ανεμπόδιστα οι διαβάτες. Στην κάτω πολιτεία, η Μονή Βροντοχίου με τα δύο αναστηλωμένα καθολικά και το μουσείο με τα σπάνια ευρήματα, βρίσκεται στο συγκρότημα της μητρόπολης του Αγίου Δημητρίου. Το ανάγλυφο με τον δικέφαλο αετό στο δάπεδο του ναού προσδιορίζει το σημείο απ’ όπου ο Κωνσταντίνος ΙΑ Παλαιολόγος έλαβε το στέμμα του τελευταίου αυτοκράτορα στις 6 Ιανουαρίου 1449. Ο δικέφαλος αετός καθιερώθηκε στα χρόνια των αυτοκρατόρων της Νίκαιας (Λασκαρίδες). Έμβλημα του Βυζαντίου, συμβολίζει την εκτεινόμενη σε δυο ηπείρους επικράτειά του και τη διττή φύση της εξουσίας του – πνευματική και πολιτική. «Ο Μυστράς υπήρξε για τρεις αιώνες το άπαρτο κάστρο του Βυζαντίου. Έως και την παγκοσμιοποίηση του Δεσποτάτου, ο βυζαντινός κόσμος ήταν διχασμένος σε δύο αλληλομισούμενες ομάδες, καθεμία με τη δική της μορφή ηττοπάθειας... Η μία ομάδα αποδεχόταν τον πάπα, ελπίζοντας σε στρατιωτική βοήθεια από τη Δύση, και η άλλη προτιμούσε να υποταχθεί στον αλλόθρησκο δυνάστη από το να απεμπολήσει την ορθότητα του δόγματός της. Η σταδιακή εξέλιξη του Μυστρά σε ημιανεξάρτητη ηγεμονία ανέδειξε και μια τρίτη δύναμη: την αναδίπλωση του Ελληνισμού στην πατρογονική του εστία και την ανασυγκρότησή του από αυτοκρατορία σε έναν τύπο έθνους-κράτους». Με δυο λόγια, «ο Μυστράς είναι ο τόπος όπου γεννήθηκε η εθνική συνείδηση των Νεοελλήνων», γράφει ο Γιώργος Ξεπαπαδάκος στο λεύκωμα Μυστράς των εκδόσεων Πήγασος. Αφού περιηγηθούμε στην αξεπέραστου κάλλους και συγκίνησης καστροπολιτεία, νιώθουμε μια απρόσμενη θαλπωρή, μπροστά στις γλάστρες με τα ολάνθιστα και φροντισμένα λουλούδια. Εδώ υπάρχει ζωή, το νιώθει ο διαβάτης. Περνάμε το κατώφλι του Μοναστηριού της Παντάνασσας. «Η ζωή μας εδώ είναι πάνω απ’ όλα η ευτυχία. Είμαστε ευτυχισμένες», λένε μέσα από την καρδιά τους οι μοναχές Αγνή, Ελισάβετ και η μεγαλύτερη, η Ακακία, καθώς προσφέρουν λογής λογής γλυκίσματα, καφέ και λικέρ μαστίχας στους εκατοντάδες επισκέπτες, τους οποίους καθημερινά υποδέχονται φιλόξενα. «Και τι δεν κουβεντιάζουμε; Για τον Γκαίτε, τον Έσσε, τον Μποντλέρ. Ζούμε σε ένα χώρο που συγκινησιακά κουβαλάει πολλές μνήμες, με αίματα και δάκρυα πολλά, που αποπνέει ενέργεια καθηλωτική», μας λέει η αδερφή Αγνή. Στα είκοσί της, αναρχικό στοιχείο του Κολωνού, γνώρισε τη «διά Χριστόν σαλή» ασκήτρια Ταρσώ –μεγάλο σταθμό στη ζωή της– και έκτοτε ακολούθησε τον μοναχικό βίο. «Θυμάμαι το τραπέζι που έκανα στους δικούς μου για να τους αποχαιρετήσω», μας λέει. Τριάντα χρόνια αργότερα, αποκαλεί «μητέρα» την ηγουμένη Αβερκία, αφού «αυτή με μεγάλωσε μετά τα είκοσι», και ολοκληρώνει λέγοντάς μας: «Τον Μυστρά τον ερωτεύεσαι!».

"Ζούμε σε ένα χώρο που συγκινησιακά κουβαλάει πολλές μνήμες, με αίματα και δάκρυα πολλά, που αποπνέει ενέργεια καθηλωτική"

"Δεν προσευχόμαστε μόνο για εμάς, προσευχόμαστε για όλο τον κόσμο και όταν κάποιος μας ζητάει τη βοήθεια, δεν θα τον ρωτήσουμε ποιος είναι ή από που είναι"

Η ιστορία του μοναστηριού

Μετά την καταστροφική επιδρομή του Ιμπραήμ, η ξακουστή καστροπολιτεία ερημώθηκε και απέμεινε με λιγοστούς κατοίκους. Mια τσοπάνισσα είδε γύρω στο 1855 την Παναγία στο όνειρό της και μετά οφθαλμοφανώς, η οποία της είπε να έρθει να ανοίξει πάλι το μοναστήρι. H ίδια έγινε μοναχή, η μοναχή Ευφημία, αφήνοντας την οικογένειά της, και με μεγάλους κόπους και θυσίες άρχισε την αποκατάσταση της ερειπωμένης εκκλησίας. Στα 1888, ήρθαν οι αδερφές Γιατράκου, εγγονές του στρατηγού Γιατράκου, οπλαρχηγού της Επανάστασης του 1821. Χάρη σε αυτές, διασώζεται ο χώρος με τις πρώτες αποκαταστάσεις που έκαναν προστατεύοντάς τον και από τις λεηλασίες του 1831 –τότε που χτιζόταν η νέα Σπάρτη από τον Όθωνα– οι Λαγκαδιανοί τεχνίτες, που ήταν οι καλύτεροι χτίστες και έπαιρναν έτοιμα κομμάτια, μάρμαρα, κολόνες. Οι γερόντισσες Γιατράκου (χαριτολογώντας, τις λένε και «Γιατρακίτσες») έκαναν λεπτομερή καταγραφή των τοιχογραφιών και των επιγραφών γράφοντας και τον πρώτο τουριστικό οδηγό του Μυστρά. Το 1920, ήρθε με τη φωτογραφική της μηχανή η Καλή Χριστάκου από τη Μαγούλα Λακωνίας. Έφτιαχνε καρτ ποστάλ τα οποία πουλούσε στους τουρίστες. Εφεύρε τον τρόπο καθαρισμού των τοιχογραφιών από τα άλατα που είχαν δημιουργηθεί από την υγρασία, και μαζί με τον Φώτη Κόντογλου εργάστηκαν στην προπολεμική περίοδο. Μετά τον πόλεμο, ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου, πρ. καθηγητής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης Νικήτας Αλιπράντης τη θυμάται να συνεχίζει με τα δυνατά της μπράτσα ακάθεκτη το έργο της. Τελευταία, θυμάται η αδερφή Αγνή, είχε έρθει ο Γιάννης Τσαρούχης, μαθητής τότε του Κόντογλου, να τη δει. Ήταν πολύ αγαπητή στους αρχαιολόγους και αποτελούσε πρότυπο μοναχισμού. Η μητέρα Πελαγία Γκουζούλη ήρθε το 1935, και έγινε ηγουμένη μετά τον θάνατο των γεροντισσών Γιατράκων. Ήταν μεγάλη προσωπικότητα, το «πέλαγος της αγάπης», όπως την αποκαλούσαν, βοήθησε το χωριό στον πόλεμο, επικοινωνούσε με τους ξένους σε άπταιστα γαλλικά και είχε τη μεγαλύτερη αλληλογραφία στη Λακωνία.

Η ζωή στην Παντάνασσα

Κάθε Δευτέρα του Πάσχα, γίνεται η πανήγυρη του μοναστηριού, όπου κερνάνε όλο τον κόσμο λογιών λογιών καλούδια. «Φέτος βάψαμε πάνω από 200 αυγά», μας λέει η αδερφή Αγνή. Μέσα στη σάλα κερνάνε τους χιλιάδες επισκέπτες, καθώς εδώ είναι ένα απάγκιο, ιδίως τους καλοκαιρινούς μήνες. Η μοναχή Ακακία, πάντοτε γλυκιά και χαμογελαστή, «κυνηγά» τον κόσμο να τους δώσει πορτοκαλάδες και δροσερό νερό. Ας μη μιλά αγγλικά, ο καθένας νιώθει την ευπροσηγορία της. «Εκστασια-ζόμαστε που μετά από τόσα χρόνια που έχουν περάσει από την κοίμηση των γεροντισσών, έρχονται άνθρωποι από τον κόσμο και μιλούν για τα καλά που είχανε κάνει. Λατρέψανε τον Μυστρά και την Παναγιά με όλο τους το είναι, μαζί και όλο τον κόσμο, και αυτή την παρακαταθήκη θέλουμε να αφήσουμε κι εμείς οι επόμενες. Έτσι, ακολουθούμε την παράδοση που μας αφήσανε οι γερόντισσες, κρατάμε το παλαιό ημερολόγιο. Ταυτόχρονα, διατηρούμε άριστες σχέσεις με την Αρχαιολογική Υπηρεσία και την τοπική εκκλησία», συνεχίζει η Αγνή. «Αισθανόμαστε πολίτες του κόσμου, όχι μόνο ορθόδοξες μοναχές, διότι ακούμε τον πόνο όλων των ανθρώπων, διαφόρων εθνικοτήτων και θρησκειών, όταν θέλουν να εναποθέσουν τη λύπη τους. Δεν προσευχόμαστε μόνο για εμάς, προσευχόμαστε για όλο τον κόσμο και όταν κάποιος μάς ζητήσει τη βοήθεια, δεν θα τον ρωτήσουμε ποιός είναι ή από πού είναι… Άνθρωπος του Θεού είναι», μας λένε, καθώς περιποιούνται τον παραδεισένιο κήπο τους. Σχετικά με την προσευχή, μας λένε: «Τα άλλα μοναστήρια έχουν τακτές ώρες προσευχής, εδώ κάνουμε τα καθήκοντα μας πολύ νωρίς το πρωί μέχρι τις 8, και μετά πάλι όταν κλείνουν οι πόρτες του αρχαιολογικού χώρου». Και η από καρδιάς αφήγηση συνεχίζεται: «Όσο αγαπάς τόσο πιστεύεις, και όσο πιστεύεις αγαπάς. Ο Θεός είναι συμπαντικός, του απείρου και του κόσμου όλου. Όλα γίνονται με αγάπη και από αγάπη είμαστε εδώ. Το μεγαλύτερο δώρο μας είναι η ελευθερία. Δεν είμαστε αναγκαστικά τάγματα. Όλοι οι μοναχοί, αν τους ρωτήσετε, έρχονται από κάποιο κάλεσμα, κάθε μέρα μαθαίνουμε, πολεμάμε το εγώ μας και τα πάθη μας, μέσα από την αγάπη του Θεού. Πλησιάζοντας τον Θεό, πλησιάζουμε και τον αδερφό μας. Η καλή μας γερόντισσα Αβερκία συνέχεια μάς λέει να βοηθάμε όσο μπορούμε περισσότερο οικογένειες που από αξιοπρέπεια δεν βγαίνουν να ζητήσουν. Κι εμείς διακριτικά κοιτάμε να στηρίζουμε αυτά τα κλειστά σπίτια. Αυτοί που δεν ζητάνε είναι αυτοί που πραγματικά χρειάζονται. Το έργο των μοναχών είναι πιο διακριτικό – σε αντίθεση με αυτό της Εκκλησίας».

Στο ταπεινό ξωκλήσι της αγίας Βαρβάρας οι Μυστριώτες συνηθίζουν να βαφτίζουν τα παιδιά τους.
Η μοναχή Ελισάβετ κεντά ένα εργόχειρο.
Η Παναγία Λαγκαδιώτισσα βρήκε καταφύγιο μέσα στο σπήλαιο του φαραγγιού Παρορίτη.

Ανοίγω τις κεραίες μου για να αισθανθώ την εσωτερική φωνή του Μυστρά, να αφουγκραστώ και να αφεθώ. «Έχουμε γνωρίσει εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, που μας ανοίγουν ένα μεγάλο παράθυρο στον κόσμο, και είμαστε ακούνητες, εδώ». Μεταξύ των επισκεπτών, έρχονται Γερμανοί στο πλαίσιο του προγράμματος Begegnung, που σημαίνει «γνωριμία» και τις ρωτάνε ό,τι απορίες έχουν. Η αδερφή Αγνή, η οποία έχει αναλάβει αυτό το «διακόνημα», μάς λέει ότι σοκάρονται με την ελευθερία που έχουν οι ορθόδοξοι μοναχοί. Επιλέγουν πού θέλουν να πάνε και είναι ελεύθεροι να φύγουν όταν θελήσουν. Ρωτάνε για τα οικονομικά τους. Η Αγνή απαντά ότι έχουν πέντε κτήματα, τα οποία τους εξασφαλίζουν ένα εισόδημα και το λάδι για το φαγητό και τα καντήλια τους. «Έχουμε τη μικρή σάλα όπου πουλάμε τα εργόχειρά μας. Η Παναγιά μας πάντα μεριμνά για όλες τις ταπεινές μας ανάγκες. Η αδελφή Ελισάβετ ήρθε λίγα χρόνια μετά την πτώση του κομμουνισμού από τη Βουλγαρία, όπου δεν υπήρχε συγκροτημένος μοναχισμός, και ρωτώντας τον πνευματικό της, εκείνος της πρότεινε το Μοναστήρι του Μυστρά. Χωρίς δεύτερη σκέψη, ήρθε, και τα τρία πρώτα χρόνια έλεγε στους γονείς της ότι εργάζεται. «Μαζί έχουμε περάσει διά πυρός και σιδήρου», μου λένε οι αδερφές Αγνή και Ελισάβετ. Ύστερα μιλάμε για το πώς διαχειριζόμαστε βιωματικά τη ζήλια, τον θυμό, την περηφάνια, τη σκιά του άλλου που πετυχαίνει. «Η σύλληψη του κακού λογισμού στην πρωτόλειά του μορφή. Αν δεν το συλλάβεις από την αρχή, τότε αυτό ριζώνει μέσα σου και γίνεται θεριό, μα χρειάζεται «να μη γινόμαστε το τέρας που κυνηγάμε». Χάνοντας την αίσθηση του χρόνου με τη συζήτηση, φεύγοντας αγκαλιαζόμαστε, ευχόμενες σύντομη και καλή αντάμωση, ενώ με μεγάλη δεκτικότητα και αγάπη λαμβάνουμε την ευλογία τους.

Γύρω από την καστροπολιτεία

Στον Νέο Μυστρά δεσπόζει ο ανδριάντας του Παλαιολόγου και το «Μολών λαβέ» που είπε στον Μωάμεθ Β΄ Πολιορκητή. Στην αυλή του αναστηλωμένου δημοτικού σχολείου, κάτω από τον αγέρωχο πλάτανο, συναντάμε τους είκοσι δύο φοιτητές που κάνουν το διδακτορικό τους στις βυζαντινές σπουδές, στην ποίηση, την παλαιοντολογία, την αγιολογία, τη λαογραφία κ.ά., στο Ινστιτούτο Βυζαντινών Σπουδών, το οποίο άνοιξε πριν από δύο χρόνια. Στα πέριξ του Μυστρά ρωτάμε για να βρούμε την –αδιό-ρατη από τον δρόμο– είσοδο της Αγία Βαρβάρας, που λειτουργούσε σαν κρυφό σχολειό. Την Παναγία τη Λαγκαδιώτισσα, στο φαράγγι του Παρορίτη, την προστατεύει ένας πελώριος βράχος. Από τον επικίνδυνο ασφαλτόδρομο, που φιδίσια αγκαλιάζει το ανατολικό φρύδι του Ταϋγέτου, σε υψόμετρο 800 μ. πάνω από τον λακωνικό κάμπο, φθάνουμε στην Αναβρυτή, όπου στην αρχαιότητα υπήρχε το ιερό της θεάς Δήμητρας. Σε ένα διάσελο κοντά στο υπέροχο χωριό βρίσκεται το Μοναστήρι της Φανερωμένης. Η Παναγία η Καταφυγιώτισσα παρείχε καταφύγιο στους κατατρεγμένους από τον Ιμπραήμ κατοίκους των χωριών του ανατολικού Ταϋγέτου. Σήμερα, ελλείψει μοναστικής αδελφότητας, τη λειτουργεί ο ιερέας της ενορίας των Ανωγείων, πατήρ Ανδρέας.

 

Η ζωή δεν είναι τόσο σοβαρή όσο την κάνει ο νους μας, είναι απέριττη και γεμάτη χαρά...

Προτάσεις

info's

Βγαίνοντας από τη πόλη, επισκεπτόμαστε το αγαπημένο Μουσείο φωτογραφικών μηχανών του Τάκη Αϊβαλή, ο οποίος το 2001 έγινε κάτοχος του Βραβείου Guinness για τη μεγαλύτερη ιδιωτική συλλογή φωτογραφικών μηχανών παγκοσμίως – περίπου 1.000 μηχανές. Η συλλογή του περιλαμβάνει κάμερες που χρησιμοποιήθηκαν από τον αµερικανικό στρατό για τη δηµιουργία χαρτών, ξύλινες µηχανές, φακούς, αρνητικά, µηχανές φωτοπολυβόλων και βιβλία. Επισκέψεις κατόπιν συνεννόησης στο τηλέφωνο: 27310 28166.

Στην πλατεία του Μυστρά, χορτάσαμε με ριγανάτο κατσικάκι, μουσακά, πηχτή και ντολμάδες της Ελένης (τηλ. 27310 28302) και με περιποιημένο καφέ στο Καφενέον, κάτω από τον γενναιόδωρο σε σκιά πλάτανο, με την πηγή να τρέχει νερό από τον κορμό του. Είναι ένα νεανικό και φρέσκο καφέ-μεζεδοπωλείο, που μαζεύει ντόπιους και ξένους με δύο υπέροχα παιδιά για οικοδεσπότες. Την ημέρα παίζει lounge μουσική και το βράδυ ροκάρει. Τηλ.: 27313 06733. Για καφέ, σνακ, ποτό και καλή μουσική, περάστε και από το Veil Bistrot στα Πικουλιάνικα. Αυλή με τραπέζια έξω και υπέροχη θέα όλη τη Σπάρτη και τον κάμπο της. Τηλ.: 27310 29350, 6973 697877. Από το εργαστήριο Παραδοσιακών Γλυκών της κυρίας Μαρίας, στην κεντρική πλατεία του Μυστρά, θα αγοράσετε παραδοσιακά γλυκά, διάφορα βουτήματα, βότανα, ζυμαρικά και γνήσια προϊόντα του χωριού. Τηλ.: 6973 606673. Στο Xenia Mystras Restaurant, σε υψόμετρο 300 μ. κάτω από το κάστρο, και με θέα τη Σπάρτη, θα απολαύσετε το φαγητό, τον καφέ ή το ποτό σας στο μπαλκόνι με τις μουριές. Τηλ.: 27310 20500, 6936 885713. Γουρουνόπουλο κι ελληνική κουζίνα όμορφη στην αυλή του εστιατορίου Ο Έλληνας, στην πλατεία του Νέου Μυστρά. Τηλ.: 27310 82666, http://www.mystrasrestaurant.com.

Στον Μυστρά, όπως και στη Σπάρτη, θα βρείτε πολλά, ποιοτικά ξενοδοχεία και δωμάτια. Αν προτιμάτε να μείνετε πλάι στη θάλασσα, σας προτείνουμε το Μικρό Χωριό, 12 χλμ. από το Γύθειο προς τη Μάνη – ιδανικό φάρο εξορμήσεων και τόπο ηρεμίας για έμπνευση, κολύμπι και αυθεντική ξεκούραση. Τηλ.: 6936 974134, www.mikroxorio.gr

Θα το βρείτε στο

τεύχος 116

0
Shares

Σας αρέσει το site μας?

Ακολουθήστε μας στα social και δεν θα το μετανιώσετε...

0
Shares