Παπαδιαµάντης

O κυρ-Αλέξανδρος της Πλατείας ∆εξαµενής

Ο Καβάφης τον αποκάλεσε "κορυφή των κορυφών", άλλοι τον είπαν "άγιο των ελληνικών γραμμάτων" και "κοσμοκαλόγερο". Άνθρωπος μοναχικός και εσωστρεφής, λιτοδίαιτος και ταπεινός, ατημέλητος και πότης, έζησε σχεδόν όλη τη ζωή του στην Αθήνα, χωρίς να αποσπαστεί από το κέντρο της. Έμεινε σε σπίτια φτωχικά στου Ψυρρή και στο Μοναστηράκι, με εσωτερικές αυλές και μικρά, σαν κελιά μοναχών, δωμάτια, αλλά και σε πραγματικά μοναστηριακά κελιά, ως φιλοξενούμενος, τις εποχές των ισχνών αγελάδων.

 


Η γειτονιά του Ψυρρή αποτέλεσε την πρώτη στάση του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη στην Αθήνα. Έμενε σ’ ένα μικρό δωμάτιο, χωρίς παράθυρα, που έβλεπε σε μια κοινόχρηστη αυλή. Σ’ αυτό το σχεδόν ρημαγμένο σπίτι έζησε δώδεκα ολόκληρα χρόνια. Όταν η στέγη του κατέρρευσε μετά από μια δυνατή κι επίμονη βροχή, πρόστρεξε για βοήθεια στον μοναχό Νήφωνα, συντοπίτη και παιδικό του φίλο. Ο Νήφων τον φιλοξένησε σ’ ένα κελί στο πίσω μέρος της αυλής της εκκλησίας των Αγίων Αναργύρων, όπου έμενε και ο ίδιος, καθώς τα πενιχρά οικονομικά μέσα του Παπαδιαμάντη δεν του επέτρεπαν να νοικιάσει νέο σπίτι. Στο δωματιάκι της εκκλησίας ο κυρ-Αλέξανδρος έγραψε πολλά από τα έργα του, μεταξύ των οποίων και τη «Φόνισσα». Ως αντίδωρο για τη φιλοξενία του Νήφωνος έψελνε στις εκκλησιαστικές ακολουθίες. Το κελί αυτό σώζεται μέχρι σήμερα, ανακαινίστηκε πέρυσι και είναι επισκέψιμο για το κοινό. Αργότερα, θα μετακομίσει στην οδό Τάκη, σ’ ένα χαμηλό σπίτι όπου θα ζήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα.

 

 

Ο Παπαδιαμάντης, σκεφτικός, με γερμένο κεφάλι και σταυρωμένα χέρια, στραμμένος στον μέσα του κόσμο, μονήρης κι αποσυνάγωγος, να παλεύει με τους δαίμονές του και να ηττάται κατά κράτος, στην πιο διάσημη από τις – μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού – φωτογραφίες του.

Ο Παπαδιαμάντης ήταν άνθρωπος της συνήθειας. Έμεινε πιστός στους χώρους που είχε επιλέξει να ζει, στα καφενεία και τις ταβέρνες που είχε διαλέξει να συχνάζει, καθώς και σε δυο-τρεις ανθρώπους (Παύλο Νιρβάνα, Γιάννη Βλαχογιάννη, Μιλτιάδη Μαλακάση), που τίμησε με τη φιλία του. Για 25 ολόκληρα χρόνια, σύχναζε στο μπακάλικο του Καχριμάνη, που εκτελούσε και χρέη ταβέρνας για τους πελάτες, σχεδόν καθημερινά. Έπιανε ένα από τα πίσω τραπεζάκια – ντρεπόταν να τον βλέπουν να πίνει κι έπινε πολύ – τσιμπολογούσε το πάντα καλό γεύμα που του πρόσφερε ο μπακάλης και γέμιζε τα χαρτιά περιτυλίγματος του μπακάλικου με τα γραπτά του, καθώς δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει το έξοδο του κατάλληλου χαρτιού για να γράφει. Ο Καχριμάνης τον εκτιμούσε πολύ και τις περισσότερες φορές, του κερνούσε το φαγητό και το κρασί του, ενώ ο Παπαδιαμάντης πλήρωνε τα βερεσέδια κάθε φορά που κατάφερνε να μαζέψει λίγα χρήματα. Άλλο αγαπημένο στέκι του συγγραφέα ήταν τα καφενεία της Πλατείας Μοναστηρακίου. Του άρεσε να κάθεται και να παρατηρεί τους περαστικούς, άλλοτε να βολτάρουν αμέριμνα κι άλλοτε να τρέχουν να προλάβουν τις δουλειές τους. Όπως όλοι οι συγγραφείς, αρέσκονταν να παρακολουθεί πρόσωπα, κινήσεις κι ομιλίες, τα οποία ενσωμάτωνε, αργότερα, στους ήρωες των διηγημάτων του. Εκεί κοντά ήταν και το εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου, όπου ο Παπαδιαμάντης συμμετείχε ως δεξιός ιεροψάλτης στις αγρυπνίες που οργάνωνε ο παπα-Νικόλαος Πλανάς. Το τελευταίο μαγαζί που σύχναζε ο κυρ-Αλέξανδρος στην Αθήνα ήταν το καφενείο του ΜπαρμπαΓιάννη, στην Πλατεία Δεξαμενής. Με ήδη κατεστραμμένη υγεία από την υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ και το αδιάκοπο κάπνισμα, ο Παπαδιαμάντης αποδέχεται την πρόσκληση του Γιάννη Βλαχογιάννη να φιλοξενηθεί στο σπίτι του στον Λυκαβηττό, ώστε να αναρρώσει σε καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Με τον Βλαχογιάννη και τον Νιρβάνα συνήθιζαν να πίνουν τον καφέ τους στην Πλατεία Δεξαμενής. Την εποχή εκείνη στη Δεξαμενή υπήρχαν δυο καφενεία, το φτηνό και ταπεινό «Καφενείο του Μπαρμπαγιάννη» και η «Τέρψη», πιο καλοβαλμένο, όπου σύχναζαν οι λογοτέχνες της εποχής. Όπως εξάλλου ήταν σύμφωνο με τον χαρακτήρα του, ο Παπαδιαμάντης προτιμούσε το καφενείο του Μπαρμπαγιάννη. Καθόταν σ’ ένα τραπεζάκι στο πίσω μέρος του μαγαζιού κι έπινε τον καφέ του απολαμβάνοντας το τσιγάρο του και τη λιακάδα στην Πλατεία Δεξαμενής. Σ’ αυτό το σημείο τον απαθανάτισε ο φίλος του Παύλος Νιρβάνας. Ο Παπαδιαμάντης, σκεφτικός, με γερμένο κεφάλι και σταυρωμένα χέρια, στραμμένος στον μέσα του κόσμο, μονήρης κι αποσυνάγωγος, να παλεύει με τους δαίμονές του και να ηττάται κατά κράτος, στην πιο διάσημη από τις – μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού – φωτογραφίες του.

Κάμποσους μήνες μετά από αυτή τη φωτογραφία, ο συγγραφέας θα εκδηλώσει την επιθυμία του να επιστρέψει στη Σκιάθο. Από τη μια δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στα αυξημένα έξοδα της Αθήνας και από την άλλη η διαρκώς επιδεινούμενη υγεία του κάνουν τους φίλους του να διοργανώσουν προς τιμή του, για την συμπλήρωση 25 χρόνων από την εμφάνισή του στα ελληνικά γράμματα, μιαν εκδήλωση. Με τα έσοδά της χρηματοδοτήθηκε η πληρωμή των χρεών του και η επιστροφή του στη γενέθλια γη, όπου και θα περάσει τα δυο τελευταία χρόνια της ζωής του.

Αν και είχε φύγει μικρός από τη Σκιάθο, το νησί και η φύση του πρωταγωνιστεί στο έργο του Παπαδιαμάντη. Μαζί του, όμως, πρωταγωνιστεί και η φτωχολογιά του Ψυρρή, οι ταλαίπωρες ψυχές των υποβαθμισμένων αθηναϊκών γειτονιών του κέντρου με τα λάθη και τα πάθη τους, άνθρωποι πάμπτωχοι και περιθωριοποιημένοι. Τους σεβόταν, τους κατανοούσε, ήταν ένας από αυτούς.

Προτάσεις

0
Shares

Σας αρέσει το site μας?

Ακολουθήστε μας στα social και δεν θα το μετανιώσετε...

0
Shares