Απ' την Ομόνοια ως το Κολωνάκι

Στα στέκια των καλλιτεχνών…

Παλάμες ενωμένες σε στάση προσευχής, που μοιάζουν να έρχονται από τον ουρανό, καλωσορίζουν τον περιπατητή καθώς ανηφορίζει την Πειραιώς με κατεύθυνση προς την Ομόνοια. Κοντοστέκομαι θαυμάζοντας για άλλη μια φορά το Street Art έργο «Praying for us». Παίρνω ανάσα και συνεχίζω βιαστικά προς την πλατεία, μιας που σε λίγη ώρα θα ξεκινήσει η ξενάγηση από τα «Μικρά ταξίδια» του Topos Travel στα λογοτεχνικά στέκια της πάλαι ποτέ Αθήνας…

Σημείο συνάντησης η Ομόνοια, στάση Μετρό, στάση λεωφορείου, στάση τρόλεϊ, στάση ηλεκτρικού – πάντα με την ελπίδα να γίνει Στάση Ζωής! Πασίγνωστη και συνάμα τόσο άγνωστη, φιλική και ταυτόχρονα τόσο απόμακρη. Ομόνοια! Μυστηριώδης κι αντιφατική, με βαρβάτο παρελθόν κι αμφιλεγόμενο μέλλον στέκει εκεί, μια ταλαίπωρη καρδιά που χτυπάει όλους τους μήνες του χρόνου, στο κέντρο του κέντρου. Παραμένει σημείο συνάντησης ή περάσματος αλλά σχεδόν ποτέ προορισμού ή επίσκεψης! Κι όμως σήμερα ο περίπατος μας κι η βουτιά στο παρελθόν θα ξεκινήσει από κει: την «Πλατεία Ανακτόρων», όπως ήταν το βαπτιστικό της στα γεννητούρια της, το 1846. Την «Πλατεία Όθωνος», όπως μετονομάστηκε στην συνέχεια, ώσπου να πάρει το 1862 το όνομα με το οποίο τη γνωρίζουμε σήμερα: «Πλατεία Ομονοίας»! Άλλοτε στρογγυλή κι άλλοτε τετράγωνη ή ημικυκλική, σα γυναίκα που ό,τι ρούχο και να βάλει, όποιο στολίδι κι αν φορέσει, καταφέρνει πάντα να εκφράζει το δικό της προσωπικό στυλ και χαρακτήρα, αδιαφορώντας για τις βουλές στυλιστών κι ενδυματολόγων. Η πλατεία που αγκαλιάζει επισκέπτες από όλη την Υφήλιο που συχνάζουν ή βρίσκουν καταφύγιο στην αυλή της. Μια σύγχρονη Βαβέλ από Βαλκάνιους, Ευρωπαίους κι Ασιάτες, πολύβουη και ταλαιπωρημένη, αναδύεται έγχρωμη και πολυπολιτισμική μέσα σε ένα μάλλον παρακμιακό φως που κάποιες φορές γκριζάρει. Σχεδόν πάντα πνιγμένη στη σκόνη και το καυσαέριο, κουρασμένη από την κίνηση, χωρίς όμως να χάνει την ευκαιρία ν' απλώνει τις πραμάτειες της: ρούχα, παπούτσια, φαγητά, τρόφιμα, εδέσματα, βιβλία, εφημερίδες και gadget στήνοντας το δικό της παζάρι.

ΝΕΟΝ

 

Το ραντεβού μας έχει δοθεί εκεί που άλλοτε ήταν το διάσημο καφενείο «ΝΕΟΝ» και σήμερα τη θέση του έχει πάρει γνωστή αλυσίδα φούρνων. Το «ΝΕΟΝ», το πασίγνωστο καφενείο, που ξεκίνησε να λειτουργεί το 1920, ήταν το σημείο συνάντησης των εργατών στην οικοδομή, μιας που από κει περνούσαν να τους παραλάβουν οι εργολάβοι, αλλά και στέκι των ανθρώπων του καλλιτεχνικού χώρου: ρομαντικών ποιητών, συγγραφέων, δημοσιογράφων, διανοούμενων. Στο «ΝΕΟΝ» έπιναν τον καφέ τους άνθρωποι των γραμμάτων, αμφισβητίες, αναρχικοί, ιδιόρρυθμοι, εκκεντρικοί, περαστικοί, επισκέπτες από την επαρχία. Ένας από τους θαμώνες του καφενείου ήταν ο ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης που έγραψε, μεταξύ άλλων, το «Ερωτικό», εν έτη 1928. Το ποίημα μελοποιήθηκε πολλά χρόνια αργότερα (1987) από τον Νίκο Ξυδάκη και το ερμήνευσε η Ελευθερία Αρβανιτάκη… Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης δήλωνε ανοιχτά την ομοφυλοφιλία του, πράγμα τολμηρό για την εποχή, και το «Ερωτικό» σχηματίζει ακροστιχίδα με το όνομα της μεγάλης του αγάπης…

Δεν ξέρουμε αν ο ποιητής Μιχάλης Κατσαρός έγραψε τους στίχους στο «Χρώματα κι αρώματα» που μελοποίησε ο Μαρκόπουλος, σε κάποιο από τα τραπεζάκια του «ΝΕΟΝ», όταν σύχναζε εκεί. Ούτε αν η «Πιάτσα» στο «Όχι μαζί» του Γιώργου Ιωάννου (μια άλλη δυνατή πεζογραφική πένα της μεταπολεμικής γενιάς) είναι η πιάτσα της Ομόνοιας. Πάντως το τραγούδι μας συνοδεύει ως σήμερα…

«Μην περπατάς, μην περπατάς μαζί μου

να μη σε γράψουνε, με ξέρουνε στην πιάτσα

και θα σε κάψουνε..»

Η δίπτυχη παρακαταθήκη ωστόσο, που μας άφησε ο Γιάννης Τσαρούχης, «Το καφενείο Νέον - ημέρα» και «Το καφενείο Νέον - βράδυ» (1965-66), μαρτυρά πως ο μεγάλος μας ζωγράφος σύχναζε στο «Νέον» και το αγάπησε.

ΜΠΑΓΚΕΙΟΝ 

Απέναντι από το «ΝΕΟΝ», στην αρχή της οδού Αθηνάς, βρίσκονται «Τα καλλιμάρμαρα ξενοδοχεία της Ομόνοιας», «τα δύο μεγάλα κτήματα», όπως αναφέρονται σε άρθρο εφημερίδας της εποχής του 1895. Τα ξενοδοχεία ανήκαν στον Ιωάννη Πάγκα (ή Μπάγκα) που τα δώρισε στο Ελληνικό Δημόσιο. Πνοή, γύρω στα 60 του, τους έδωσε ο Ερνέστος Τσίλλερ και τα ονόματα αυτών: «Μέγας Αλέξανδρος» 1889 και «Μπάγκειον» 1890. Τις δεκαετίες του '20 και του '30 στο υπόγειο του ξενοδοχείου «Μπάγκειον» συχνάζουν ποιητές και λογοτέχνες, εκδότες περιοδικών, μποέμ της εποχής. Λειτουργεί ως καφέ-λουκουματζίδικο κι ενίοτε, μετά τις δέκα το βράδυ, μετατρέπεται σε μουσική σκηνή. Η Ρόζα Εσκενάζυ είχε τραγουδήσει στο κέντρο αυτό, ενώ λέγεται πως εκεί ηχογραφήθηκε και το «Καραντουζένι» του Μάρκου Βαμβακάρη. Στο «Μπάγκειον» σύχναζαν ο Ρίτσος, ο Βάρναλης, ο Ουράνης, ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, ο Τέλλος Άγρας. Εκεί σύχναζε κι ο Δημήτρης Ψαθάς, χρονογράφος και θεατρικός συγγραφέας, δημιουργός της περίφημης «Μαντάμ Σουσού». Ο Ορέστης Λάσκος ποιητής, κινηματογραφιστής και παραγωγός, γράφει κι εκείνος για το υπόγειο καφενείο και δίνει στο ποίημά του τον τίτλο «Το Μπάγκειον»:

«Κάτω απ’ τα τόξα του υπογείου

με τις τεφρές σκιές των,

και μες στην κούφια ατμόσφαιρα

που μια σιγή αντηχεί,

της Κοινωνίας οι άχρηστοι κηφήνες,

μοναχοί, στο περιθώριον της ζωής

διαγράφουν τις τροχιές των».

Τα πολύπαθα ξενοδοχεία επιτάσσονται στην περίοδο της Γερμανικής Κατοχής, ενώ το «Μπάγκειον» ψυχορραγεί ως το 1969, υποβαθμισμένο και ξεπεσμένο, ώσπου να ανοίξει ξανά τις πόρτες του το 2015 στην Μπιενάλε της Αθήνας, ανακτώντας λίγη από την παλιά δόξα του.

Το πατάρι του Λουμίδη

 

Αφήνουμε πίσω μας το «Νέον», το «Μπάγκειον» και την Ομόνοια, την αγαπημένη οπαδών, κομμάτων κι ομάδων χωρίς διόλου… ομόνοια που άλλαζε χρώματα, αναλόγως τον νικητή, και στολίζονταν με πράσινες, μπλε, κόκκινες σημαίες. Πολύπαθη και βασανισμένη, έρμαιο στις διαθέσεις των πολιτικών που ήθελαν και θέλουν να την αλλάξουν, να την αναπλάσουν, να την εκσυγχρονίσουν, να την καθαρίσουν, να την απαλλάξουν και να της προσδώσουν αίγλη. Εκεί που την συναντά η Πανεπιστημίου κάποτε κατέληγε ο περίπατος των Αθηναίων μιας άλλης εποχής, που ξεκινούσε από τα Βασιλικά Ανάκτορα και σήμερα ξεκινά ο «μεγάλος περίπατος», δίπλα σε καταφύγια αστέγων και τις πολυσυζητημένες ζαρντινιέρες...

Ο δικός μας περίπατος συνεχίζεται στην οδό Σταδίου. Πίσω στο 1938, στο 38 της Σταδίου, δίπλα στο βιβλιοπωλείο της Εστίας, ανοίγει το καφενείο των αδερφών Λουμίδη. Στο ισόγειο λειτουργεί το κατάστημα πώλησης φρεσκοκομμένου καφέ με το εκλεκτό χαρμάνι και στο πατάρι έχουν στηθεί τραπεζάκια σε σχήμα πι. «Στη δεκαετία του ’50 από το περίφημο πατάρι του Λουμίδη περνούν ο Βάρναλης, ο Βαλαωρίτης, ο Σινόπουλος, ο Σαχτούρης, ο Ελύτης», μας λέει η Νατάσα Αβραμίδου, διπλωματούχος ξεναγός του Topos Travel. Εκεί ο Χατζιδάκις γράφει τη μουσική για τη θεατρική μεταφορά του «Ματωμένου γάμου» του Λόρκα. Εκεί λέγεται, πως πρωτοβλέπει φως η «Αμοργός» του Γκάτσου. Ιδέες και ποιήματα, λογοτεχνικά αριστουργήματα και θεατρικά έργα διακινούνται στο πατάρι. Ελένη Βακαλό, Ανδρέας Εμπειρίκος, Μιχάλης Κατσαρός, Νίκος Καρούζος, Νικηφόρος Βρεττάκος, Κώστας Βάρναλης, Μάρκος Αυγέρης, Γιώργος Σεφέρης περνούν από κει. Καπνός, καφές, συζητήσεις, τσακωμοί, ενστάσεις, εντάσεις, στίχοι, νότες, έμπνευση! Κι όπως είχε πει σε ένα τηλεοπτικό αφιέρωμα για τα στέκια της Αθήνας ο Χατζιδάκις: «Όλοι μας αγαπούσαμε τον καφέ! Ο καφές δημιουργούσε τον χώρο και ο χώρος δημιουργούσε τις σχέσεις». Αναφερόμενος δε, στο περίφημο «πατάρι» είχε πει: «Εκεί σχεδίαζα για πρώτη φορά τη μουσική του Ματωμένου γάμου κι ο Ελύτης το παίρνε και το κορόιδευε». Δεκαετία ‘60 και το πατάρι αρχίζει να καταρρέει, κλείνοντας οριστικά την περίοδο της Δικτατορίας. Σήμερα στη θέση αυτή βρίσκονται τα γραφεία της τράπεζας ALPHA BANK. Η προτίμηση του κόσμου προς τα στέκια του Συντάγματος είχε αρχίσει ήδη να εκδηλώνεται…

Στο «Μπραζίλιαν» για εσπρέσο

και για ούζο στου «Απότσου».

«Έκαστος στο είδος του κι ο Λουμίδης στους καφέδες» αλλά τον εσπρέσο τον συστήνει στους Αθηναίους ο Ευάγγελος Σαραβάνος στο «Μπραζίλιαν», το νέο στέκι των διανοούμενων της εποχής (κι όχι μόνο). Συχνός θαμώνας του «Μπραζίλιαν» ο Κώστας Ταχτσής, που κάνει τη φράση «Τασία, έναν καφέ παρακαλώ», στίχο στο ποίημα «Η συμφωνία του Μπραζίλιαν», το οποίο εικονογραφεί ο Φασιανός. Λογοτέχνες και καλλιτέχνες, όπως ο Μόραλης, ο Ελύτης, ο Τσαρούχης, ο Εγγονόπουλος, ο Σαχτούρης, ο Βαλαωρίτης, ο Χατζιδάκις σύχναζαν εδώ, σε αυτό το μικρό μαγαζάκι των λίγων τετραγωνικών.

Και βέβαια, μετά τον καφέ τι άλλο από μεζέδες και ουζάκι: «Πάμε στου Απότσου!» Ο Βασίλης Απότσος που έρχεται από τη Χίο και κουβαλά στις αποσκευές του το όνειρο να ανοίξει το καλύτερο μπακάλικο, τα καταφέρνει. Θα έλεγε κανείς πως «του Απότσου» ήταν το delicatessen της εποχής, με όλα τα εκλεκτά καλούδια και φυσικά, μαστίχα από τη Χίο. Το μαγαζί πέρασε από τη μια γενιά στην επόμενη, κι απ’ αυτό πέρασαν προσωπικότητες της τέχνης, της πολιτικής και των γραμμάτων αλλά κι απλός κόσμος για να γευτεί τις λιχουδιές, ειδικά τους περίφημους «γκαζοκεφτέδες».

 

Πλατεία Δεξαμενής

 

Η μετατόπιση, πάντως, των επιλογών εστίασης είναι αρκετά έκδηλη, μιας που ξεκινώντας από την Ομόνοια στις αρχές της δεκαετίας του ’20, σε αυτές του ’50 και του '60 ο κόσμος κατεβαίνει προς το Σύνταγμα, ενώ τις επόμενες δεκαετίες ανεβαίνει στον Λυκαβηττό και τη Δεξαμενή. Εμείς, καθώς ανηφορίζουμε προς το Κολωνάκι, επιστρέφουμε ξανά στις αρχές του περασμένου αιώνα κι η Νατάσα μας μιλά για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Για την εποχή που ο Γιάννης Βλαχογιάννης φέρνει τον Παπαδιαμάντη στην περιοχή και τον φιλοξενεί σε ένα καλύτερο δωμάτιο από εκείνο που έμενε, στην οδό Αριστοφάνους. Καταβεβλημένος και κουρασμένος, λόγω της κατάστασης της υγείας του που επιδεινώνεται,

ο συγγραφέας αποφεύγει τους κύκλους των λογοτεχνών και πίνει τον καφέ του σχεδόν καθημερινά στου Κυρ’ Γιάννη. Ο «καλόγερος» των ελληνικών γραμμάτων προτιμούσε το καφενείο του κυρ’ Γιάννη γιατί ο καφές εκεί είχε μια δεκάρα, ενώ υπήρχε και «τεμπεσίρι» (από το τούρκικο tebesir, που σημαίνει κιμωλία), έγραφαν δηλαδή και έσβηναν, πλήρωναν με πίστωση. Στο καφενείο «Τέρψη» του Σωτήρη που ήταν απέναντι, ο καφές ήταν ακριβότερος και ο ιδιοκτήτης δεν έδινε τεμπεσίρι. Εκεί πάντως τον συναντούσε κι ο φίλος του Παύλος Νιρβάνας που μια μέρα κατάφερε, παίρνοντας με δυσκολία την άδεια του, να τον φωτογραφίσει. Η φωτογραφία αυτή δημοσιεύτηκε έπειτα από λίγες μέρες σε ολοσέλιδο στα «Παναθήναια», 15νθήμερο λογοτεχνικό περιοδικό της εποχής. Στα φιλολογικά του απομνημονεύματα, ο Νιρβάνας γράφει, πως είχε βάλει στοίχημα με τον εαυτό του, ότι θα κατάφερνε να πείσει τον Παπαδιαμάντη να φωτογραφηθεί και το κέρδισε. Η πλατεία ήταν λογοτεχνικό στέκι από τα τέλη του 19ου αιώνα κι έτσι παρέμεινε ως και τα μέσα του 20ου. Η πεζογράφος Έλλη Αλεξίου και η ποιήτρια Σοφία Μαυροειδή που έγραψαν τον ύμνο του ΕΛΑΣ σύχναζαν κι εκείνες στη Δεξαμενή.

«Κι εδώ τελειώνει το μεγάλο ταξίδι. Το μαγικό χαλί, κουρασμένο, χαμηλώνει και με αποθέτει λίγο απότομα στην Ελλάδα, στην Αθήνα, στην οδό Σταδίου, στο πατάρι του Λουμίδη και στις άβολες καρέκλες του. Βλέπω ή νομίζω πως βλέπω μέσα από μια θολούρα μορφές αγαπημένες. Το ταξίδι έχει αδυνατίσει λίγο το νου μου. Να είναι άραγε ο Χατζιδάκις που με κοιτά χαμογελαστός, είναι ο Γκάτσος εκείνος ο αγέλαστος πιο πίσω, είναι ο Μίνως Αργυράκης αυτός με τα γένια που δυσκολεύτηκα να αναγνωρίσω; Κλείνω τα μάτια. Όλα ψεύτικα. Και το χαλί και το ταξίδι και το καφενείο και όλα…»

Νίκος Κούνδουρος.

 

 

 

Προτάσεις

info's

 

Περισσότερα «Μικρά ταξίδια» από το Topos Travel.

www.facebook.com/topostravel, Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε..

Θα το βρείτε στο

τεύχος 136

0
Shares

Σας αρέσει το site μας?

Ακολουθήστε μας στα social και δεν θα το μετανιώσετε...

0
Shares