Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του ’50 και του '60 τα νησιά του Αργοσαρωνικού ήταν ο αγαπημένος παραθεριστικός προορισμός της μεγαλοαστικής και αστικής τάξης της Αθήνας. Οι Κυκλάδες, σχεδόν αχαρτογράφητος και μακρινός
τόπος, ήταν περίπου απαγορευτικές, καθώς δεν συνδέονταν με καθημερινούς ή, έστω, συχνούς απόπλους από το λιμάνι του Πειραιά. Αντιθέτως η Ύδρα, οι Σπέτσες, η Αίγινα και ο Πόρος διέθεταν τη γοητεία των νησιών, το φυσικό κάλλος, τη – σχετική πάντα με την εποχή – κοντινή απόσταση, αλλά και κάποια – βασική έστω – τουριστική υποδομή: πολλοί νησιώτες άρχισαν, τότε, να νοικιάζουν δωμάτια των σπιτιών τους στους
Αθηναίους που έφθαναν μαζικά.
Όσοι από εμάς έχουν αναμνήσεις από τις δυο μαγικές αυτές δεκαετίες, κρατάμε
φυλαγμένα με αγάπη στην καρδιά μας τα πρώτα ποστάλια του Αργοσαρωνικού, που συνέδεαν τα νησιά του με την ηπειρωτική Ελλάδα. Αν ρωτήσεις, λοιπόν, κάποιον παλιό Αθηναίο να σου πει τα ονόματα μερικών από αυτά τα ποστάλια, θα αναφέρει
οπωσδήποτε τη «Νεράιδα», τον «Πορτοκαλή Ήλιο» και την «Καμέλια».Τα δύο πρώτα ήταν πλοιοκτησίας Γ. Λάτση και το τρίτο – που ήταν και το πρώτο χαλύβδινο επιβατηγό πλοίο που κατασκευάστηκε στην Ελλάδα – ανήκε στους Γ. Βατικιώτη και Γ. Τζώρτζη.
Το πιο διάσημο όλων ήταν η εμβληματική «Νεράιδα» του Γιαννη Λάτση. Κατασκευάστηκε μεταξύ 1938-1939 στο τότε ιταλικό Fiume, τη σημερινή Rijeka της Κροατίας, ονομάστηκε «Laurana» και πραγματοποιούσε δρομολόγια στα λιμάνια της Αδριατικής. Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου χρησιμοποιήθηκε ως διασωστικό: μετέβαινε σε ναυάγια και μετέφερε τραυματίες στα πλωτά νοσοκομεία του ιταλικού ναυτικού. Μετά το τέλος του πολέμου και μέχρι το 1949, οπότε και αγοράστηκε από τον Λάτση, έκανε την ακτοπλοϊκή σύνδεση Μάλτας-Συρακουσών. Σε μια μεγαλειώδη τελετή που πραγματοποιήθηκε στο λιμάνι της Ύδρας, και μετά από ψηφοφορία των 500 προσκεκλημένων που έγινε εν πλω, μετονομάστηκε σε «Νεράιδα» με νονό τον Νικόλαο Πλαστήρα. Το
συνηθισμένο του δρομολόγιο ήταν Πειραιάς,Αίγινα,Μέθανα,Πόρος, Ύδρα,Ερμιόνη,
Σπέτσες, αλλά συχνά έφτανε μέχρι Λεωνίδιο και Μονεμβασιά καθώς και Ναύπλιο και Επίδαυρο. Η «Νεράιδα» ήταν ένα πολυτελές σκαρί, με κουζίνα σε λειτουργία για τους επιβάτες, αίθουσες τραπεζαρίας και σαλόνια με πίστα για χορό και ορχήστρα, λουξ
καμπίνες και, ως εκ τούτου, φιλοξενούσε συχνά κοινωνικές εκδηλώσεις, νυχτερινές κρουαζιέρες και χοροεσπερίδες. Εμφανίζεται σε πολλές ελληνικές ταινίες της εποχής (η Ύδρα, οι Σπέτσες και ο Πόρος ήταν αγαπημένοι τόποι των σκηνοθετών του παλιού ελληνικού κινηματογράφου), αλλά και στο χολυγουντιανό «Το παιδί και το δελφίνι»,του 1957, με τη Σοφία Λόρεν και τον Άλαν Λαντ, που γυρίστηκε στην Ύδρα. Μάλιστα η Λόρεν και ο Λαντ, μαζί με τους άλλους ηθοποιούς αλλά και αρκετούς από τους υπόλοιπους
συντελεστές της ταινίας, φιλοξενήθηκαν στις καμπίνες του «Νεράιδα» κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, καθώς στο νησί δεν υπήρχαν αρκετά καταλύματα για όλους.
Η «Νεράιδα» παροπλίστηκε στην Ελευσίνα και έμεινε εκεί για περισσότερα από 30
χρόνια, καθώς ο Λάτσης δεν την έστειλε ποτέ στα διαλυτήρια λόγω του ιδιαίτερου
συναισθηματικού δεσίματος μαζί της. Τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατό του, το 2007, το σκαρί επέστρεψε στον τόπο που «γεννήθηκε», στην Κροατία και ανακατασκευάστηκε σε πλωτό μουσείο, μετά από εργασίες που διήρκεσαν τρία χρόνια. Το 2010 επέστρεψε στα ελληνικά νερά και, όπως σημειώνεται στον ιστότοπο του ιδρύματος Λάτση, σήμερα αποτελεί ένα ιδιαίτερο μουσειακό κέλυφος, εντός του οποίου στεγάζονται δύο αφηγήσεις. Αφενός η ζωή και η επιχειρηματική πορεία του Γιάννη Λάτση από το 1910 που γεννήθηκε μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ’90, οπότε και αποσύρθηκε από τις επιχειρήσεις και αφετέρου η ιστορία του ίδιου του πλοίου, από τη ναυπήγησή του το 1939 έως την ολοκλήρωση της ανακατασκευής του το 2010. Όλα αυτά γίνονται μέσα από
πλούσιο φωτογραφικό και οπτικοακουστικό υλικό, καθώς και εκθέσεις προσωπικών αντικειμένων, δημοσίων εγγράφων, αντικειμένων και ομοιωμάτων. Η «Νεράιδα» είναι το μόνο από τα παλιά ποστάλια που έχει επιβιώσει μέχρι σήμερα.
Ο «Πορτοκαλής Ήλιος», το δεύτερο ιστορικό ποστάλι του Λάτση, ήταν ένα πλωτό καζίνο που αγοράστηκε και μετατράπηκε σε επιβατηγό. Ήταν, ένα μεγάλο, για την εποχή, πλοίο που εκτελούσε καθημερινά δρομολόγια για Αίγινα, Μέθανα, Πόρο, Ύδρα, Ερμιόνη και Σπέτσες. Τόσο το πρωτότυπο όνομά του όσο και η πολυτέλεια που το διέκρινε, αλλά και η άνεση που προσέφερε στους επιβάτες του, έκαναν τον «Πορτοκαλή Ήλιο» τον αδιαμφισβήτητο βασιλιά του Σαρωνικού. Τα φροντισμένα καταστρώματά του με τις πορτοκαλί τέντες, τα πολυτελή σαλόνια του (θυμάμαι έναν τεράστιο πορτοκαλί ήλιο σε ένα από αυτά), οι άνετες καμπίνες του για όσους επιθυμούσαν την απομόνωση και την ανάπαυση κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, άφησαν εποχή και έκαναν τα ταξίδια στον
Αργοσαρωνικό να ταυτιστούν μαζί του.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 τον βρίσκουμε στο Αιγαίο, πότε σε δρομολόγια από το Ηράκλειο της Κρήτης για Σαντορίνη και πότε στην Ουρανούπολη στη Χαλκιδική,
να κάνει τον περίπλου του Αγίου Όρους. Τη δεκαετία του 2000 αλλάζει πλοιοκτησία, μετονομάζεται σε «Γιωργής» και πραγματοποιεί ημερήσιες κρουαζιέρες σε Αίγινα, Πόρο και Ύδρα. Σε μία από αυτές προσκρούει σε ύφαλο έξω από το λιμάνι της Αίγινας, τραυματίζεται ανεπανόρθωτα και παροπλίζεται στη Θεσσαλονίκη. Τον χειμώνα του 2020 διαλύθηκε στην ίδια πόλη. Και ο «Πορτοκαλής Ήλιος», όπως και η «Νεράιδα», υπήρξε το σκηνικό για πολλές ελληνικές ταινίες.
Τη Μεγάλη Πέμπτη του 1962 καθελκύστηκε η «Καμέλια» των Βατικιώτη-Τζώρτζη, που χαρακτηρίστηκε από τον τύπο της εποχής ως «άριστον ελληνικό τεχνολογικό επίτευγμα». Ακολουθούσε την ίδια διαδρομή με τη «Νεράιδα» και τον «Πορτοκαλί Ήλιο», με μια διαφοροποίηση: έφευγε από το λιμάνι του Πειραιά στις 2 το μεσημέρι, διανυκτέρευε στις Σπέτσες και την επομένη ξεκινούσε το ταξίδι της επιστροφής, περνώντας πάλι από όλα τα λιμάνια. Παρέμεινε στη γραμμή μέχρι το 1985, οπότε πηγαίνει στη Ρόδο, αλλάζει το όνομα σε «Κολοσσός της Ρόδου» και μεταφέρει εκδρομείς στον Πανορμίτη της Σύμης. Θα τελειώσει την καριέρα του στο Ηράκλειο της Κρήτης, μεταφέροντας τουρίστες στο νησάκι Δίας. Το 2004 θα παροπλιστεί και στη συνέχεια θα πάρει τον δρόμο για το διαλυτήριο.
Εκτός από τα τρία παραπάνω ποστάλια, δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε και κάποια ακόμα, κανένα από τα οποία δεν σώζεται σήμερα. Την «Αίγινα», το «Αιγινάκι», όπως την αποκαλούσαν όλοι, την «Πίνδο ΙΙ», την «Αύρα», τη «Σαρωνίδα». Όλα αυτά τα περήφανα βαποράκια αγάπησαν τον Αργοσαρωνικό και τα αγάπησε κι αυτός, τα λάτρεψαν οι νησιώτες και οι παραθεριστές που μεταφέρθηκαν πάνω τους μαζί με την προσδοκία των διακοπών τους αλλά και τις όμορφες στιγμές τους από αυτές. Στα καταστρώματά τους παιδιά έτρεχαν γελαστά και χαρούμενα, στα σαλόνια τους καλοντυμένα ζευγάρια λικνίζονταν στην πίστα, στις τραπεζαρίες τους οι σεφ προσέφεραν λουκούλεια γεύματα.
Σήμερα, τα ποστάλια του Αργοσαρωνικού διασώζονται στις ασπρόμαυρες ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, καθώς και σε κάποιες καρτ-ποστάλ και διαφημιστικές καταχωρίσεις. Υπάρχουν ολοζώντανα, όμως, σε προσωπικές φωτογραφίες και
μνήμες παλαιών επιβατών και νησιωτών. Είναι η παιδική μας ηλικία, τα καλοκαίρια μας, η ξεγνοιασιά και η «αλητεία» μας – ο πορτοκαλής ήλιος της καρδιάς μας.