Αυτά ήταν τα πουλιά που τα ξανασυνάντησε ο προπάππους μου μετά από τρία χρόνια, του ’22 τον Αύγουστο, σαν έφυγε κακήν κακώς με την ψυχή στο στόμα τη φορά αυτή, με την Καταστροφή και τη Σφαγή, με τρία ζευγαράκια που μπόρεσε να σώσει μες στον κόρφο του και ήρθαν πια να μείνουν στο νησί μια και καλή· τα ξαναβρήκε τα πουλιά του τα άλλα μες στο Φρούριο και τα πήρε και αυτά μετά από λίγα χρόνια, μαζί με τα πιτσούνια τους και όσα είχε σώσει από απέναντι, στο νέο του σπίτι στον συνοικισμό· τα είχε κλειδωμένα πια καλά όλα μαζί ως να γεννοβολήσουνε, μετά όμως που τα ξαμόλησε φύγανε πάλι κάποια αμέσως για καρσί και τα ξανασυνάντησε, οχτώ χρόνια αργότερα, τότε που πήγανε την ημερήσια εκδρομή του Σωματείου και είδανε τα σπίτια τους και έφερε η γυναίκα του κάτω από τη γλώσσα της της λεμονιάς τα μάτια για τα μπόλια, μα δεν τα ξαναπήρε εκείνος πια μαζί του τα πουλιά, τα άφησε εκεί διότι γνωρίστηκε με το Χουσνί, τον Τούρκο που έμενε στο σπίτι του το πατρικό, και είδε ότι τα αγαπούσε και τα πρόσεχε αυτός κι έτσι έφυγε εκείνο το απόγευμα από την παλιά πατρίδα για τη νέα του χιλιοευχαριστημένος ο προπάππους μου, και εδώ μεγάλωσε πια τις νέες γενιές των πιτσουνιών μας όλες.
Απόσπασμα από τη νουβέλα «Οι Βάρδιες των πουλιών» του Γιάννη Μακριδάκη,
εκδόσεις Εστία, 2019.