«Τσίμοβα» ή Αρεόπολη
Πόλη σα γεννημένη απ' τους γυμνούς βράχους, χτισμένη στους πρόποδες του άδενδρου βουνού Άγιος Ηλίας, η ιστορική Αρεόπολη θεωρείται πρωτεύουσα της Λακωνικής Μάνης. Λέγονταν Τσίμοβα πριν ο βασιλιάς Όθωνας, με διάταγμά του το 1836, αποφασίσει να τη βαπτίσει Αρεόπολη – ίσως από το όνομα του θεού Άρη, προκειμένου να τιμήσει τους αγωνιστές. Η ονομασία Τσίμοβα λέγεται, πως προέρχεται από το Τσιμόβασι της Σμύρνης, ενώ κατά μία άλλη εκδοχή έχει τις ρίζες της στη σλαβική γλώσσα και σημαίνει «πόλη του διαβόλου». Φυσικά, μια βόλτα στην πόλη με τις τόσες εκκλησιές, κάθε άλλο παρά σε πόλη του διαβόλου παραπέμπει. Ωστόσο η λαμπρή, ηρωική σελίδα της ιστορίας της, που γράφηκε 17 Μαρτίου 1821, όταν οι οπλαρχηγοί Πετρόμπεης Μαρομιχάλης και Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ύψωσαν το λάβαρο της Επανάστασης ενάντια στους Τούρκους, σκιάζεται από μια γκρίζα. Εκείνη που αποτυπώνει τη δολοφονία του Καποδίστρια από τον γιο και τον αδερφό του Πετρόμπεη. Η 17η Μαρτίου είναι ημέρα εορτασμών στην Αρεόπολη, σε ανάμνηση εκείνης του 1821, και το άγαλμα του ισχυρού πολιτικού και πολεμιστή Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη στέκει επιβλητικό στην πλατεία της πόλης.
Καλντερίμια, πέτρα, ψηλοί πύργοι σαν φρυκτωρίες, αυλές με λεμονιές, προστατευμένες από τους χειμωνιάτικους βοριάδες. Απάγκιες αλέες ντυμένες το καλοκαίρι με καμπανούλες, στεφανωτές, βουκαμβίλιες, ρυγχόσπερμα και κισσό. Συκιές με κυρίαρχη, επιβλητική παρουσία, ειδικά σε εκείνες τις κατοικίες που έχουν εγκαταλειφτεί από τους ιδιοκτήτες τους. Ταράτσες που βράζουν στον καυτό ήλιο της μέρας αλλά το δειλινό μετατρέπονται σε φιλόξενες γωνιές, οάσεις δροσιάς, για να απολαύσεις τα γευστικότατα τοπικά φαγητά, το καφεδάκι ή το ποτό σου.
Οι περίβολοι των εκκλησιών φιλοξενούν τα τραπεζάκια των οινομαγειρείων τα βράδια και πολύχρωμα φαναράκια κρέμονται από τις φροντισμένες μουριές. Αυτό είναι το σκηνικό της πόλης! Η «τσουχτή», η μανιάτικη μακαρονάδα με το καμένο βούτυρο και τα τηγανητά αυγά που τη στολίζουν, είναι η λαχταριστή, μοσχοβολιστή πρωταγωνίστρια στα τραπέζια. Αλλά και για όσους αγαπούν τα γλυκίσματα, η γαλατόπιτα και το ψημένο… παγωτό ικανοποιούν τον ουρανίσκο και των πιο απαιτητικών.
Καθόμουν στην πλατεία, παρακολουθούσα τη βράβευση των κολυμβητών, που είχαν λάβει μέρος στους αγώνες κολύμβησης ανοιχτής θάλασσας στο Λιμένι. Θα έλεγε κανείς ότι οι αγώνες αυτοί, που διοργανώνονται από την Oceanman® GREECE, τείνουν να γίνουν θεσμός στην περιοχή. Εκατοντάδες οι συμμετοχές σε όλες τις διαδρομές: των δύο, των πέντε και των δέκα χιλιομέτρων. Τη στιγμή που ανέβηκε στο βάθρο ο Χρήστος Κορομηλάς, ο τυφλός κολυμβητής, για να παραλάβει το μετάλλιο του, βαθιά συγκίνηση κατέκλυσε τον κόσμο που τον αποθέωσε μέσα σε έναν καταιγισμό ευφημισμών και δυνατών χειροκροτημάτων. Τότε ήταν που ήρθε κι έκατσε δίπλα μου μια κοπέλα. Τη ρώτησα αν είχε λάβει μέρος στους αγώνες. Ήταν από την Τουρκία, είχε έρθει με την οικογένειά της, δε βρίσκονταν πρώτη φορά στην Αρεόπολη, και ναι, είχε κάνει τα δέκα χιλιόμετρα. Eίχε διανύσει δηλαδή περίπου δύο φορές τον όρμο του Οιτύλου. H χαρά της αμέριστη, γιατί είχε κολυμπήσει, δίπλα σχεδόν, σε μια θαλάσσια χελώνα που ζει στα καταγάλανα νερά στο Λιμένι, που είναι το λημέρι της. Τη ρώτησα αν γνώριζε την ιστορία του τόπου και της πλατείας και χαμογέλασε.
«Στα σχολικά θρανία μας έμαθαν να σας μισούμε!», μου είπε. «Το ίδιο κι εσάς, το ξέρω…» κι άρχισε να μου μιλάει για την ιστορία του τόπου. Γνώριζε ότι σε εκείνη την πλατεία της πόλης είχε υψωθεί το λάβαρο της Επανάστασης των Μανιατών για την ελευθερία και την ανεξαρτησία των Ελλήνων, ενάντια στην Οθωμανική κυριαρχία. Μου ευχήθηκε να μπορέσω να καταφέρω του χρόνου να λάβω μέρος στους αγώνες και να συμπορευτούμε. Έπειτα σηκώθηκε και στη θέση της έκατσε μια άλλη κυρία. Αυτή ήταν «ερωτική μετανάστρια», όπως δήλωσε, μιας κι είχε ακολουθήσει τον καλό της σε αυτά εδώ τα μέρη, τα κακοτράχαλα αλλά γοητευτικά. Πόσο όμορφη είναι μια άδεια θέση σε ένα παγκάκι που πάντα γεμίζει με ζωντανές ιστορίες
ανθρώπων και τόπων…
Λιμένι
Τέσσερα περίπου χιλιόμετρα στριφογυριστού ασφαλτόδρομου χωρίζουν την Αρεόπολη από το επίνειο της, το Λιμένι, τον πετρόκτιστο οικισμό που συνορεύει με το Νέο Οίτυλο και το Καραβοστάσι, το «μικρό Αλγέρι» όπως άτυπα το λένε. Λέγεται ότι σ' αυτήν εδώ τη γωνιά της Μεσογείου κάποτε ξαπόσταιναν οι κουρσάροι πειρατές. Ένας τόπος με ιστορία που χάνεται στα βάθη των αιώνων, με πρώτη αναφορά της πόλης του Οιτύλου στην επική Ιλιάδα του αρχαίου μας ραψωδού Όμηρου. Βραχοχτισμένοι, συμπαγείς, στέρεοι πύργοι κι εκκλησιές καμουφλαρισμένα στα χρώματα και χώματα του τόπου είναι αναπόσπαστο μέρος της αγριάδας του τοπίου. Φύλακες μυστικών και παραδόσεων που απ' τη μια αποπνέουν γαλήνη κι ηρεμία κι από την άλλη μυστήριο. Τα νεότερα κτίσματα είναι φτιαγμένα με παραδοσιακή αρχιτεκτονική αλλά και τα παλαιότερα, στο ίδιο αρχοντικό ύφος. Ένα φυσικό χαλί από αγριοβότανα, φραγκοσυκιές, θρούμπι και θυμάρι απλώνεται γύρω τους. Οι στεριές στον μακρινό ορίζοντα λαμπυρίζουν, ασπρίζουν, σβήνουν και χάνονται, λες και τις καταπίνει η λάβα του μεσημεριού. Απέραντο το πέλαγο – όσο μακριά, τόσο κοντά – μοιάζει ασάλευτο ειδικά όταν είναι λάδι. Κι άμα το πιάσει να φυσάει, πελώρια κύματα με μεγάλη ένταση, θορυβούν και ξαποσταίνουν στις ακτές ξεθυμαίνοντας. Πόση ομορφιά ν' αντέξουν τα μάτια; Θεριόψυχοι άνθρωποι, απόγονοι καπεταναίων, πολεμιστών, αγωνιστών έχτισαν πύργους για να οχυρωθούν. Όντας άραγε ετοιμοπόλεμοι; Ενάντια σε ποιον; Στη φύση που τους κύκλωσε με πέτρα; Στους εισβολείς; Για να μείνουν απόρθητοι; Το σίγουρο είναι πως ήταν ευφυείς, αφού χρησιμοποίησαν τα μόνα υλικά που είχαν, αυτά που ο τόπος απλόχερα τους πρόσφερε, την πέτρα και το βράχο, με πάθος και θέληση δίχως να το βάλουν κάτω. Στο ακροθαλάσσι, έχοντας θέα τον όρμο, παραταγμένα στη σειρά αυτοκινούμενα τροχόσπιτα, τ' όνειρο κάθε ταξιδευτή. Μια παρέα Βορειοευρωπαίοι, οι «Ροβινσώνες» απολάμβαναν τα χρώματα του δειλινού, αφήνοντας το βλέμμα να αρμενίζει στα καταγάλανα νερά της ακρογιαλιάς. «Θέλετε να χαμογελάσετε, να κρατήσουμε για πάντα αυτή τη στιγμή;» τους ρωτώ. Τους φάνηκε αστείο φαίνεται αυτό που τους είπα, μιας που χαμογέλασαν κι έπειτα άρχισαν να γελούν από καρδιάς και να αγκαλιάζονται μεταξύ τους για χατίρι της φωτογραφίας. Η θάλασσα ταράζονταν από το ελαφρύ δροσερό αεράκι και χάριζε την απογευματινή αύρα της στους λουόμενους που ξεκουράζονταν στ’ απόβραδο.
Γύρω από το Γύθειο
Στον δρόμο της επιστροφής προς την Αθήνα κινούμαστε προσηλιακά, ακολουθώντας μια απολαυστική διαδρομή μέσα από περιβόλια και κτήματα με ελιές που είναι ευλαβικά αγκαλιασμένες με
πορτοκαλιές. Στο αντίκρισμά τους σκέφτεσαι πως είναι υπάρξεις που θρέφουν με τους καρπούς τους τις οικογένειες του τόπου αυτού και με αγάπη τις ψυχές των ανθρώπων. Κάνουμε μια πρώτη στάση στις Καμάρες, που είναι δίπλα στο Βαθύ, για μια αναζωογονητική βουτιά. Αφήνοντας πίσω την παραλία με τη μεγάλη απλωσιά οδεύουμε προς το Γύθειο. Στην πόλη αυτή τελείωσαν το Γυμνάσιο δύο από τους πιο σπουδαίους Έλληνες λογοτέχνες, ο Μονεμβασιώτης ποιητής Γιάννης Ρίτσος και ο Νικηφόρος Βρεττάκος. Δίπλα στο Γύθειο, στην περιοχή Βαλτάκι, ξεδιπλώνεται η δαντελωτή, υπέροχη παραλία της Σελινίτσας που από το 1981 φιλοξενεί στα θεσπέσια νερά της το ναυάγιο «Δημήτριος». Πριν μπούμε στο μεγάλο αυτοκινητόδρομο της Εθνικής οδού (ναι, αυτόν με τα πολλά διόδια) δεν μπορούμε να αντισταθούμε στον πειρασμό να αγναντέψουμε για λίγο την παραλία Τρίνισα και να ξεμυαλιστούμε χαζεύοντας τα «παρά-πέντε» που χορεύουν στους τρελούς ρυθμούς του αέρα στο φόντο των άγριων κυμάτων. Τόσο απολαυστικό το ταξίδι αυτό στον νότο, στην καρδιά της μεγαλύτερης ελληνικής χερσονήσου, του ένδοξου «Μορέα». Λακωνική, Ανατολική, Απόσκιερη ή Μέσα Μάνη – όπως και να την πεις η αίσθηση παραμένει ίδια.