Ήταν στο πρόσφατα απελευθερωμένο ελληνικό κράτος των δύο εμφυλίων, όταν στον «Μεντρεσέ», το παλιό Οθωμανικό ιεροδιδασκαλείο των Αθηνών που στα χρόνια του Όθωνα μετατρέπεται σε φυλακή, ξεκινούν να ακούγονται τα λεγόμενα «μουρμούρικα». Κλέφτες και Αρματολοί των βουνών, αντιφρονούντες και πολιτικοί κρατούμενοι βρίσκονται κλεισμένοι μαζί με κοινούς ποινικούς στις φυλακές του Αναπλιού, της Παλιάς Στρατώνας του Γεντί Kουλέ. Δεν… μουρμούριζαν όπως νομίζουν πολλοί ώστε να μην ακουστούν από τους φρουρούς, αφού «μιρ-μιρ» στην τούρκικη αργκό σημαίνει «σκληρός μάγκας», αφηγείται ο Ηλίας Πετρόπουλος, ο άνθρωπος που έχει ασχοληθεί όσο κανείς άλλος με το ρεμπέτικο τραγούδι, στο ομώνυμο ντοκιμαντέρ του Κώστα Φέρρη
Παίζουν, λοιπόν, με τα δικά τους όργανα, τους ταμπουράδες, που έφτιαχνε ο Λεωνίδας Γάιλας κατά το 1826 στην οργανοποιεία του στην Αθήνα. Ήταν ένα σολίστικο χαμηλόφωνο έγχορδο, απόγονος της αρχαιοελληνικής πανδούρας (που αναβίωσε στα χρόνια του Βυζαντίου και αποτέλεσε πρόγονο του τρίχορδου μπουζουκιού). Τραγουδούν σε αυτοσχέδια δίστιχα για ώρες, μιλώντας αθυρόστομα για φυλακές και ναρκωτικά παραποιώντας άλλοτε λόγια δημοτικών τραγουδιών. Κρατούν ανοιχτή την επάνω χορδή του οργάνου, ένα «ανοιχτό κούρδισμα» που παίρνει την ονομασία «ντουζένι» ή «καραντουζένι». Οι Αρβανίτες, από την άλλη, είχαν δίχορδους ταμπουράδες, τα «τσιφτέλια» (από το τούρκικο ‘τσιφτ’ και το ‘τέλι’ που σημαίνει δυο χορδές). «Ας κάνουμε μια υπόθεση», αφηγείται ο Κώστας Φέρρης, «ό,τι γύρω στο 1850 οι Έλληνες παλιοί συναγωνιστές, Αρβανίτες και Έλληνες, παίζουν μαζί. Οι Έλληνες με τον (τρίχορδο) ταμπουρά τους κι οι Αρβανίτες με το (δίχορδο) τσιφτέλι τους». Και πως αυτή η πρώτη «μπέσα» ήταν που άνοιξε τον δρόμο γι’ αυτό που αργότερα θα ονομαστεί κλασικό ρεμπέτικο τραγούδι.
Το Μινόρε της Αυγής
Από την απέναντι πλευρά του Αιγαίου, τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα η Σμύρνη είναι γεμάτη με κέντρα, μουσικές, λουλάδες κι ανατολίτικους αμανέδες. Οι οργανοπαίχτες εδώ είναι σπουδαγμένοι σε ωδεία και κατέχουν άπταιστα τη δυτική μουσική. Συχνά, μάλιστα, δυσκολεύονται με τ’ ανατολίτικα ακούσματα γι’ αυτό και τα κέντρα της εποχής, διαθέτουν δύο ορχήστρες, μια για κάθε είδος. Γύρω στο 1870-1880 τη «λύση», έρχεται να δώσει ο περίφημος «Γιοβανίκας» (Γιάγκος Αλεξίου) από τη Βλαχία, «το πρώτο βιολί της Ανατολής», ο οποίος δημιούργησε αυτό που ονομάστηκε Σμυρναίικο Μινόρε ή Μινόρε της Αυγής, χαράζοντας την πορεία του ρεμπέτικου κι ολόκληρης της ελληνικής μουσικής που ακολούθησε.
«Είχε μια συνάφεια η βυζαντινή μουσική με τη ρεμπέτικη μουσική, τη λαϊκή μουσική της τότε εποχής, διότι υπήρχαν οι αμανέδες», δηλώνει ο Στελλακης Περπινιάδης σε ραδιοφωνική του συνέντευξη. «Υπήρχαν οι αμανέδες οι αλά Τούρκα και οι αμανέδες οι Σμυρναϊκοί, οι οποίοι δεν είχαν καμία σχέση με τη βυζαντινή μουσική. Οι αμανέδες οι Σμυρναϊκοί προέρχονται από μουσική των Βαλκανίων. Από ρουμανική μουσική, από σερβική μουσική και τέτοια. Το μινόρε είναι ξένο, ρουμάνικο», θα πει. «Το διαίρεσε ο ασχημότερος άνθρωπος του κόσμου, ο λεγόμενος Καντηλανάφτης, ο πρώτος που τα έβγαλε αυτά. Όσο άσχημος ήταν στα μούτρα τόσο ωραίος ήταν εδώ, είχε φωνές από αηδόνια εδώ μέσα...».
Την ίδια εποχή στην Ελλάδα, η Αθήνα είχε χωριστεί σε δύο μουσικά στρατόπεδα: στους θαμώνες των καφέ-σαντάν όπου ακουγόταν ευρωπαϊκή μουσική και στους θαμώνες των καφέ-αμάν με την ανατολίτικη μουσική. Από το 1873 και για δέκα περίπου χρόνια, τα καφέ-αμάν κυριαρχούν τελικά στη νυχτερινή ζωή της πόλης…
«Μάγκες πιάστε τα γιοφύρια»
Το 1845 ήταν το έτος όπου το χασίς εισάγεται στην Ευρώπη. Το 1850 κάνει την εμφάνισή του και στην Ελλάδα, αρχικά στις φυλακές κι έπειτα διαδίδεται και έξω – στον κόσμο των λιμανιών και ιδιαίτερα στου Πειραιά και της Δραπετσώνας, την αλλοτινή «Κρεμμυδαρού», όπως την αποκαλεί ο Γιοβάν Τσαούς στο διάσημο «Πέντε μάγκες στον Περαία». Τη συνοικία ενώνει με τον Πειραιά η γέφυρα του παλιού σιδηροδρόμου στον «Σταθμό της Ξενιτιάς» του ΟΣΕ, η λεγόμενη «γέφυρα του ρεμπέτη», καθώς «αν δεν την περάσεις, ρεμπέτης δεν γίνεσαι», λόγια που αποδίδονται στον Μικρασιάτη Γιάννη Παπαϊωάννου. Το 1873 δημιουργούνται εδώ και οι οίκοι ανοχής των Βούρλων. Ένας βαλτότοπος γεμάτος τεκέδες, ένα απέραντο χαμαιτυπείο σε χρόνια άγρια, απ’ όπου τελικά αναδύθηκαν διαμάντια… Ο «δάσκαλος» Γιοβάν Τσαούς κι όλοι οι μεγάλοι ρεμπέτες της εποχής, παραδίδουν στην «Κρεμμυδαρού» μαθήματα μπουζουκιού, ενώ πολλοί από αυτούς, όπως ο Ανέστης Δελιάς, κατοικούσαν εδώ. Περί το 1920, η Δραπετσώνα κι έπειτα η Τρούμπα, αποτελούν το λίκνο της «μαγκιάς».
«Τι θα πει μάγκας;» ρωτήσαν κάποτε τον θρυλικό «Μπαγιαντέρα», τον Δημήτρη Γκόγκο, έναν από τους πρωτοπόρους του ρεμπέτικου, που από το 1930 τριγυρνά στα στέκια του Πειραιά παίζοντας μπουζούκι και μπαγλαμά παρέα με τον νεότερό του Στέλιο Κερομύτη. «Μάγκας θα πει Κύριος», απάντησε. Η προέλευση της λέξης, μας ταξιδεύει πάλι στα χρόνια της Επανάστασης, καθώς «Μάγκα» ονομάζονταν η μικρή στρατιωτική μονάδα των άτακτων πολεμιστών, και στα μεταπεαναστατικά χρόνια η λέξη διατηρείται με τη σημασία μπουλούκι: «Εκ του γεγονότος αυτού απεδόθη εις τους εν των ωρολογίω της Αγοράς διαιτωμένους ανεστίους (αστέγους) το όνομα του μάγκα», γράφει η εφημερίδα ΣΚΡΙΠ το 1898. Στα χρόνια του Όθωνα, η λέξη έγινε προσωνύμια των οπαδών του Γαλλικού κόμματος κι αργότερα ταυτίστηκε με τους ρεμπέτες και γίνεται ταυτόσημη του ντερβίση, της «μπέσας» και της λεβεντιάς.
Στον αντίποδα ήταν οι κουτσαβάκηδες με το στριμμένο μουστάκι. Κυκλοφορούσαν με σακάκι φορεμένο απ’ το ένα μανίκι, σουβλερό παπούτσι, ρεπούμπλικα και κόκκινο ζωνάρι απ’ όπου εξείχε το κουμπούρι και το όνομά τους ήταν συνώνυμο του τραμπουκισμού. Άραζαν γύρω από γύρω από την Πλατεία Ηρώων του Ψυρρή κι αποτελούσαν τον φόβο και τον τρόμο των περαστικών. Η αστυνομία τους κυνήγησε πολύ. Προσλαμβάνοντας, μάλιστα, κάποιους από αυτούς ως κατώτερο πλήρωμά της, κατάφερε σταδιακά και εξάλειψε τον Αθηναϊκό αυτόν υπόκοσμο «εκ των έσω».
«Όλοι οι κουτσαβάκηδες που ζούνε στο κουρμπέτι / κι αυτοί μες στην καρδούλα τους έχουν μεγάλο ντέρτι…», γράφει ο μέγιστος Μάρκος για τους ψευτοπαλληκαράδες των Αθηνών, φανερώνοντας το μεγαλείο και την καλλιέργεια της ψυχής του.
Γεννημένος το 1905 στην Άνω Σύρα, ο «πατριάρχης του ρεμπέτικου» ήταν ο πρωτότοκος γιος μιας πάμφτωχης οικογένειας. Ο Μάρκος, εγκατέλειψε το σχολείο στην Τετάρτη δημοτικού προκειμένου να βοηθήσει τον πατέρα του που ήταν καλαθάς. Τα πρώτα του ακούσματα ήταν από τον πατέρα του, ο οποίος έπαιζε μπουζούκι. «Από μικρό παιδί είχαν την ποίηση μπροστά μου», δηλώνει ο αυτοδίδακτος Μάρκος με εκείνη την αγγελική φωνή του σε μια σπάνια συνέντευξη-ντοκουμέντο που έδωσε στο σπίτι του, ηλικιωμένος πια, σε γαλλικό δημοσιογραφικό συνεργείο. Στα 15 του, ο Μάρκος αφήνει τη Σύρο και έρχεται στον Πειραιά όπου κάνει διάφορες δουλειές για να επιβιώσει. Στον στρατό μαθαίνει να παίζει μπαγλαμά και στα 18 του παντρεύεται την Ελένη Μαυροειδή, μια πανέμορφη γυναικά, η οποία δεν αντέχει τη φτώχεια και τον εγκαταλείπει. Το 1925 θα γράψει και τα πρώτα του τραγούδια – και παρότι παντρεύτηκε ξανά, όλοι σχεδόν οι ερωτικοί του στίχοι υμνούν εκείνο το πάθος του για την Ελένη. Προκειμένου να επιβιώσει, ο Μάρκος για μία περίπου δεκαετία θα κάνει τον σφαγέα στα Δημοτικά σφαγεία του Πειραιά, που βρίσκονται ως σήμερα στον Πολυχώρο Λιπασμάτων, έναν ελεύθερα προσβάσιμο ανοιχτό χώρο επίσκεψης και περιπάτου. Πήρε το όνομά του από το εργοστάσιο λιπασμάτων που λειτουργούσε στην περιοχή από το 1909 κι αποτελεί «ένα σπουδαίο παράδειγμα νίκης των κινημάτων της πόλης, απέναντι στην ιδιωτικοποίηση της γης και της κατάληψης των ελεύθερων χώρων», όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Δήμος Κερατσινίου - Δραπετσώνας, που έχει και την αποκλειστική διαχείριση του πάρκου προς όφελος των πολιτών. Ένα γκράφιτι σε έναν μισογκρεμισμένο τοίχο απεικονίζει μια ρεμπέτικη κομπανία, εδώ, στο «Πάρκο της Εργατιάς» συνδέοντας το παρελθόν με το παρόν. Η περιοχή της Δραπετσώνας είναι κατεξοχήν ένας προσφυγικός δήμος, αφού αμέσως μετά τη μικρασιατική καταστροφή δέχτηκε ένα τεράστιο προσφυγικό κύμα. «Οι πρόσφυγες στη συνέχεια βρήκαν ξύλα και καρφιά και έφτιαξαν παράγκες», θα γράψει ο Γιάννης Παπαϊωάννου στην αυτοβιογραφία του. Έτσι, στα βαλτώδη εδάφη γύρω από τον Άγιο Διονύση δημιουργείται μια απέραντη παραγκούπολη…
Κάτω στα Λεμονάδικα - Οδός Απελπισίας
Η καταστροφή της Σμύρνης φέρνει στην Ελλάδα πάνω από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες. Αλλοτινοί «βολεμένοι» αστοί, ξεσπιτώνονται βιαίως, χάνουν τα πάντα και η μοίρα τούς οδηγεί στην φτώχεια και την ανέχεια. Ένας ακόμη αυτοσχέδιος καταυλισμός από παράγκες στήνεται γύρω από την πλατεία Καραϊσκάκη στον Πειραιά, ώστε να μπορέσουν να στεγαστούν. Με το ελληνικό δαιμόνιο, οι παράγκες μετατρέπονται σιγά-σιγά σε μαγαζιά με λογής-λογής πραμάτεια. Ωστόσο, οι άνθρωποι πεινούσαν, δεν είχαν κυριολεκτικά να φάνε, να δώσουν γάλα στα παιδιά τους: «Δεν μας φοβίζει ο θάνατος / μον’ μας τρομάζει η πείνα», γράφει ο Βαγγέλης Παπάζογλου στο πολυτραγουδισμένο «Κάτω στα λεμονάδικα», που τραγούδησε ο Στελλάκης Περπινιάδης κι αναφέρεται στη λαχαναγορά του Πειραιά, όπου μέχρι το 1950 στεγαζόταν γύρω από την πλατεία Καραϊσκάκη κι ήταν γεμάτη από «λαχανάδες» (πορτοφολάδες) που ‘τσιμπούσαν’ τις ‘παντόφλες’, τα πορτοφόλια των περαστικών.
Κάπου εδώ, λοιπόν, μέσα στη φτώχεια τους, οι «κουρελήδες» της Σμύρνης θα συναντηθούν με τους περιθωριακούς του Πειραιά, γεννώντας τη Σμυρναίικη κομπανία του Πειραιά, που θα οδηγήσει στη μεγάλη έκρηξη του ρεμπέτικου τραγουδιού. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’20 στη μακρινή Αμερική κυκλοφορούν οι πρώτες ηχογραφήσεις από Αρμένιους, Γιαννιώτες κι Εβραίους μετανάστες από τη Σμύρνη, συχνά άγνωστους στην Ελλάδα, ενώ το 1928 ακούγεται και πρώτη φορά η λέξη «μπάτσος» (από το τούρκικο μπατς- τον Τούρκο φοροεισπράκτορα-αστυνόμο που μάζευε με βία τα χαράτσια), ηχογραφημένο στη Νέα Υόρκη από την Columbia και τη φωνή του Γιαννάκη Ιωαννίδη.
Το 1931, ο «διπλωματούχος Παρισίων», «μονσιέρ» Γιώργος Μπάτης, ανοίγει στα Λεμονάδικα το ιστορικό καφενείο «Οδός Απελπισίας - Ζωρζ Μπατέ», όπου παίζει ταξίμια με τα φιλαράκια του: τον Μάρκο, τον Μπαγιαντέρα, τον Δελιά, τον Παπαϊωάννου, τον Στράτο και άλλους, φιλοξενώντας όλα τα μεγάλα ονόματα του ρεμπέτικου της εποχής.
Η «Αγία Τετράς» του Πειραιά
Την ίδια περίπου εποχή, στη «Μάντρα» του Σαραντόπουλου, στην Ανάσταση του Πειραιά, παίζει η Σμυρναίικη Κομπανία με τους Σπύρο Περιστέρη, Κώστα Νούρο, Στελλάκη Περπινιάδη κ.ά., προσελκύοντας με σαντουροβιόλια της πρόσφυγες που ακούν αμανέδες και ρεμπέτικα τραγούδια της Σμύρνης. Το καλοκαίρι του 1934, ο Σαραντόπουλος πείθεται να καλέσει τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Γιώργο Μπάτη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Ανέστη Δελιά να παίξουν επαγγελματικά ρεμπέτικα με μπουζούκια και μπαγλαμάδες, συστήνοντας το πρωτοποριακό για την εποχή μουσικό σχήμα: «Η Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς». Ήταν η πρώτη επίσημη και νόμιμη επαγγελματική κομπανία με μπουζούκια και μπαγλαμάδες στην Ελλάδα, η οποία εγκαταλείπει το ανατολίτικο στυλ και εκφράζεται καθαρά και στακάτα, δημιουργώντας το πειραιώτικο ρεμπέτικο με τον απλό, λιτό και ευρηματικό στίχο, ο οποίος και το απογείωσε. Έναν χρόνο μετά, ο Μάρκος ανοίγει το δικό του μαγαζί, το «ΜΠΑΡ ο Μάρκος» στα Άσπρα Χώματα της Παλαιάς Κοκκινιάς, με το ίδιο ακριβώς σχήμα. Δεν άντεξε όμως παρά μερικούς μήνες, αφού η αστυνομία αρνούνταν να του δώσει άδεια και δεν τους άφηνε σε ησυχία… Το 1933, είχε ήδη κάνει και την πρώτη του ηχογράφηση: «όταν με πήγανε να ηχογραφήσω εγώ δεν είχα την πεποίθηση ότι μπορούσα να τραγουδήσω, αυτοί όμως εμένα γυρεύανε και με βρήκανε», θα πει ο Μάρκος που το 1936 ζει πια την αποθέωση…
«Δεν το πίνουμε το γάλα,
ούτε και τη μαρμελάδα»
Το 1937 το καθεστώτος Μεταξά «κόβει» σωρηδόν τα τραγούδια των δημιουργών της εποχής. Η λογοκρισία δεν αφορά μόνο στους στίχους, αφαιρώντας το χασικλίδικο ύφος, αλλά και στους μουσικούς δρόμους που απαγορεύεται να θυμίζουν Ανατολή, ενόσω απέναντι ο Κεμάλ απαγορεύει τους Αμανέδες, ώστε να μη θυμίζουν τον ελληνισμό της Σμύρνης. Είναι πραγματικά απίστευτο το πόσο πολύ κυνηγήθηκε αυτή η μουσική και στις δύο πλευρές του Αιγαίου. Μάταια όμως…
Το Καθεστώς Μεταξά αντιμετωπίζει τους ρεμπέτες σαν αλήτες, απομακρύνοντάς τους από την Αθήνα. Τα Λεμονάδικα καίγονται …όλως τυχαίως κι ο Μάρκος, ο Στράτος, ο Παπαϊωάννου, ο Τσιτσάνης και πολλοί άλλοι διώχνονται από την πρωτεύουσα. Θα βρεθούν στη Θεσσαλονίκη όπου τραγουδούν σ’ ένα απόμακρο χωριό, «τέρμα Χαριλάου», όπως χαρακτηριστικά λέει ο Πετρόπουλος. «Ανεβοκατέβαινες ρεματιές και πλαγιές ολόκληρες, περπατούσες στις λάσπες και τους χωματόδρομους, αφού είχες πρώτα διανύσει μια διαδρομή σχεδόν δέκα χιλιομέτρων για να ακούσεις τον Στράτο να τραγουδάει», αναφέρει, «για τους μερακλήδες όμως της γενιάς μου, αυτό ήταν κάτι εύληπτο... Κι ο μύθος λέει, πως ο Στράτος είχε τόσο δυνατή φωνή που ακουγόταν χιλιόμετρα μακριά…» Ένας αστυνομικός διευθυντής, ο Μουσουρλής, «καπετάνιος» της παλιάς σχολής κατά τον Πετρόπουλο, που λάτρευε τους ρεμπέτες, τους παρείχε προστασία. Κι οι Έλληνες γλεντούσαν…
Με την έναρξη του πολέμου οι ρεμπέτες γράφουν τραγούδια για να ενισχύσουν το εθνικό φρόνημα των Ελλήνων που πολεμούν στο μέτωπο, «βγάζοντας γλώσσα» στον Μεταξά, και μεταπολεμικά πια, ο Βασίλης Τσιτσάνης αναμορφώνει και «εξευγενίζει» το ρεμπέτικο τραγούδι, βάζοντάς το στα… σαλόνια. Στα τέλη της δεκαετίας του ‘50, πολλές από τις σπηλιές όπου κρύβονταν οι παλιοί εκείνοι ρεμπέτες, πίνοντας τα τσιγαράκια τους και ρίχνοντας τις πενιές τους κυνηγημένοι από την αστυνομία, εξελίσσονται σε κοσμικά κέντρα διασκέδασης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η σπηλιά του Παρασκευά στην Καστέλα (αρχαίο Σηράγγιο), όπου εμφανίζονταν μεγάλα ονόματα της εποχής, όπως ο Μανώλης Χιώτης και η Μαίρη Λίντα, με κοινό τους τον Ωνάση, την Γκρέις Κέλι, τον πρίγκηπα Πέτρο, την πριγκίπισσα Ρενιέ, τη Μελίνα κ.ά.
«Αχ, το σπιτάκι μας»
To 2003, το Ρεμπέτικο γίνεται το πέμπτο στοιχείο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας που εγγράφει η Ελλάδα στον Κατάλογο της UNESCO και έως σήμερα συνεχίζει να εμπνέει, να ενώνει και να ακούγεται μέχρι τα πέρατα του κόσμου. Κι αν η τύχη της ανθρωπότητας ορίζεται στα «σαλόνια», η ιστορία θα γράφεται πάντα στους δρόμους και στα λιμάνια. Και κάπου, κάποτε οι Έλληνες γλεντούν ακόμα, αυθεντικά και μερακλήδικα στα στέκια τα παλιά, κάνοντας τον πόνο τους τραγούδι και γιορτή. Είναι ζήτημα επιβίωσης και είναι κατά πως φαίνεται γραμμένο στο DNA μας. Ένα τέτοιο γλέντι συναντήσαμε, λοιπόν, στο λιμανάκι του Αγίου Νικολάου στο Κερατσίνι, αναζητώντας τη «Σπηλιά του Κουλού», μια από τις «καβάντζες» των παλιών εκείνων ρεμπέτηδων του Πειραιά. Πίσω μας η ψαροταβέρνα «Το λιμάνακι», που λειτουργεί με την ευθύνη του Συλλόγου Ερασιτεχνών Αλιέων Δραπετσώνας - Κερατσινίου ο «Άγιος Νικόλαος», μπροστά μας ένα απίθανο ηλιοβασίλεμα, σε μια τοποθεσία που μοιάζει να έρχεται από το παρελθόν. Μέσα στο μαγαζί, παλιές φωτογραφίες από τα Λεμονάδικα του Πειραιά, αλλά και γλέντια με τον αλλοτινό θαμώνα του, Στέλιο Καζαντζίδη, συνδέουν το σήμερα με το χθες.
«Κάνουμε ό,τι μπορούμε για να φυλάσσεται και να συντηρείται το λιμάνι αυτό, να μπορούμε να κάνουμε γιορτές ανοιχτές για όλους, να έρθει κάποιος να φάει, να πιει και να χορέψει τσάμπα. Έρχονται πιτσιρικάδες με όργανα, παίζουν και τραγουδούν μέχρι αργά το βράδυ. Γόνιμο έδαφος όταν υπάρχει, γίνονται και τα υπόλοιπα. Αυτοί μας θέλουν διαιρεμένους και τσακωμένους. Εμείς πρέπει να αντισταθούμε», θα μας πει ο Γιώργος Τσιμπερίδης, ταμίας του Συλλόγου. «Ξέρεις τι αγώνας έχει γίνει εδώ για να μην χαλάσει όλο αυτό; Θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Όμως ό,τι ‘αναβαθμίζεται’ στο τέλος πουλιέται με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Εδώ υπήρχαν εκατό εργοστάσια, πόσες ταβέρνες, 500 άνθρωποι έβγαζαν το ψωμί τους. Δες τώρα τριγύρω σου, δεν υπάρχει τίποτα. Ανάπτυξη, σου λέει μετά…»
Ο κύριος Πέτρος Κανάκης από το Χατζηκυριάκειο χορεύει τη «Δραπετσώνα» του Μίκη Θεοδωράκη που γράφτηκε σε ποίηση Τάσου Λειβαδίτη για τις παράγκες της Δραπετσώνας, οι οποίες γκρεμίστηκαν επί Χούντας, οπότε χτίστηκαν οι προσφυγικές πολυκατοικίες που στέκουν ως σήμερα στις φτωχογειτονιές αυτές του Πειραιά – γειτονιές αυθεντικές κι ανόθευτες που ακόμα αντιστέκονται στη λαίλαπα του δήθεν εκσυγχρονισμού. Χορεύει και πάλλεται η ψυχή του, όλοι μαζί τραγουδάμε κι όλα αποκτούν νόημα μες στην ολότητά τους.
Ευχαριστώ πολύ τον Χρήστο Ταραντίλη για την όλη ιδέα και την ξενάγηση στα στέκια τα παλιά του Πειραιά, καθώς και τους ψαράδες στον Άγιο Νικόλαο στο Κερατσίνι, που μας άνοιξαν την πόρτα και την καρδιά τους!