Κάπως έτσι ξεκινάει η σχέση αγάπης των περισσότερων της γενιάς μου με τα θερινά σινεμά. Αρχικά με ελληνικές ταινίες, μέχρι να μεγαλώσουμε για να μπορούμε να «προλάβουμε» τα γράμματα των υπότιτλων στις ξένες! Θυμάμαι χαρακτηριστικά σε κάποιο θερινό τον Θανάση Βέγγο στο «Από που πάνε για τη χαβούζα» (1978) αλλά και τη φεμινιστική για την εποχή της «Οι φανταρίνες» (1979), με την καταπληκτική ατάκα του κατάσκοπου Ντάνου Λυγίζου «Εδώ σφυρί καλεί δρεπάνι»! Στο διάλλειμα θα τρέχαμε να προλάβουμε «την ουρά» για πατατάκια και πορτοκαλάδα «μπλε», χωρίς ανθρακικό.
Μεγαλώνοντας θα ακολουθήσουν ξένα κλασσικά έργα όπως «Τα κανόνια του Ναβαρόνε» (1961), με τον Γκρέκορυ Πεκ, τον Άντονυ Κουίν και την Ειρήνη Παππά, αλλά και σύγχρονες όπως το «Footloose» ή το «Breakin», του 1984 και τα δυο, που θα μας έβαζαν να προσπαθούμε να αντιγράψουμε τις φιγούρες και να χορέψουμε break dance στα πρώτα μας party. Η μπλε πορτοκαλάδα είχε ήδη αντικατασταθεί από την κόκα κόλα. Είναι ακόμα τα χρόνια που οι θερινοί προβάλουν μόνο παλιές ταινίες και επαναλήψεις από την τελευταία χειμερινή σεζόν.
Στα φοιτητικά μας χρόνια οι θερινοί αποκτούν τραπεζάκια. Την ταινία συντροφεύουν ποπ κορν αλλά και νάτσος με λιωμένο τυρί και, φυσικά, παγωμένη μπυρίτσα! Τα θερινά περνάνε σιγά σιγά στη νέα εποχή, παίζοντας και ταινίες πρώτης προβολής.
Η «Αίγλη» Ζαππείου και η «Σπέτζος Φιλμ»
Η πρώτη καταγεγραμμένη προβολή κινηματογραφικών εικόνων στην Αθήνα γίνεται σε ένα μαγαζί της στοάς Κολοκοτρώνη, τον Νοέμβρη του 1896. Το 1900 αρχίζουν οι πρώτες συστηματικές προβολές στα καφενεία της πλατείας Συντάγματος.
Ο καλός καιρός δίνει τη δυνατότητα σε πλανόδιους να στήνουν ένα μεγάλο λευκό πανί και να κάνουν υπαίθριες προβολές σε διάφορα μέρη της χώρας. Οι πρώτοι θερινοί κινηματογράφοι ανοίγουν το 1910. Μια αυλή με χαλίκι και ξύλινες καρέκλες ήταν αρκετή. Η είσοδος αρχικά ήταν δωρεάν και το αντίτιμο περιοριζόταν στην υποχρέωση της αγοράς ενός ποτού κατά την προβολή της ταινίας. Το πιο παλιό εν λειτουργία θερινό σινεμά δεν είναι άλλο από αυτό της Αίγλης που λειτούργησε το 1919, δίπλα στο ομώνυμο ζυθεστιατόριο που προϋπήρχε από το 1904. Σήμερα λειτουργεί από τη Σπέντζος Φιλμ, μια από τις παλιότερες εταιρείες διανομής ταινιών. Ο Γιώργος Σπέντζος και η οικογένειά του αποτελούν κυριολεκτικά μέρος της ιστορίας του κινηματογράφου της χώρας μας. «Ο πατέρας μου Χρήστος, υπηρετούσε στην αεροπορία και μόλις αποστρατεύθηκε, το 1947, δημιούργησε τη «Σπέντζος Φιλμ». Ως πιλότος, επέλεξε για σήμα της καινούργιας του εταιρείας τον αετό!».
Καθόμαστε στα τραπεζάκια της «Αίγλης» και ο σπάνιος για τον Ιούνιο καιρός έχει δημιουργήσει ένα πανέμορφο τοπίο, που όμως δεν βοηθά καθόλου τη λειτουργία των θερινών κινηματογράφων. Ο χώρος είναι περικυκλωμένος από την πανύψηλη βλάστηση του Ζαππείου, αλλά το βλέμμα μου πέφτει στους δυο αθάνατους που κοσμούν μέσα σε χτιστές γλάστρες την κορυφή της οθόνης! Ο Γιώργος είναι από τους ανθρώπους που στα μάτια του καθρεφτίζεται η αγάπη για αυτό που κάνει μια ολόκληρη ζωή: σινεμά! Είναι κυριολεκτικά καταιγιστικός, καθώς μου περιγράφει στιγμές από τους παλιούς κινηματογράφους. «Οι παλιές μηχανές προβολής λειτουργούσαν με κάρβουνο και αυτό απαιτούσε ιδιαίτερη προσοχή, γιατί το φιλμ ήταν εξαιρετικά εύφλεκτο και μπορούσε να πιάσει εύκολα φωτιά. Τότε μάλιστα ο εργαζόμενος έπρεπε να διαθέτει άδεια μηχανικού προβολής». Αυτό ακριβώς που περιγράφει κι ο Τζουζέπε Τορνατόρε στο «Σινεμά ο Παράδεισος» (1988) με τη φωτιά που εκδηλώνεται κατά την διάρκεια προβολής. «Εμείς ως εταιρεία διανομής έπρεπε να ελέγξουμε το κάθε φιλμ, όταν μας το επέστρεφαν για σχισίματα και καψίματα από το κάρβουνο. Τον ρόλο αυτόν αναλάμβανε ο controller που πέρναγε το φιλμ δοντάκι-δοντάκι στη «μουβιόλα». Στα σημεία που το φιλμ είχε καταστραφεί θα κοβόταν με ξυραφάκι και θα το επιδιόρθωναν, κολλώντας το με ασετόν, ενώ ο αιθουσάρχης θα χρεωνόταν τη ζημιά ανάλογα με τα μέτρα του φιλμ που είχαν καταστραφεί. Φυσικά σήμερα που όλα είναι ψηφιακά και αυτόματα, αυτά φαντάζουν τόσο μακρινά».
«Παναθήναια» και «Cine Paris»
Το πρώτο θερινό που λειτούργησε η «Σπέντζος Φιλμ» ήταν τα «Παναθήναια», ένα μεγάλο σινεμά χιλίων θέσεων που βρισκόταν κοντά στο γήπεδο του Παναθηναϊκού στη Λεωφόρο. «Από τα παιδικά μου χρόνια θυμάμαι χαρακτηριστικά να πουλάω στην καντίνα των θερινών μας σάμαλι, παστέλι, κοκ, καμιά φορά και τυρόπιτες», θα μου πει ο Γιώργος Σπέντζος. Με ιδιαίτερη χαρά και λεπτομέρεια θα με καθοδηγήσει στη χρονολογική σειρά των αιθουσών, που λειτουργούν ακόμα βοηθώντας με να σχεδιάσω την «ιστορική» μου διαδρομή στους θερινούς της Αθήνας.
Από τα πιο παλιά θερινά είναι το «Cine Paris», που πρωτολειτούργησε γύρω στο 1920 στην οδό Κυδαθηναίων στην Πλάκα. Το 1960, μεταφέρεται αρχικά ως χειμερινός στη σημερινή θέση της οδού Κυδαθηναίων 22. Γρήγορα, η κρίση θα οδηγήσει στη μετατροπή του στη μουσική σκηνή Ζυγός. Στα μέσα της δεκαετίας του ‘80 το Cine Paris εγκαθίσταται στην ταράτσα του κτιρίου, προσφέροντας στους θεατές μια πανέμορφη θέα προς τον λόφο της Ακρόπολης.
Εκεί θυμάμαι να απολαμβάνω τους ξεκαρδιστικούς Τζον Κλιζ και Μάικλ Πέιλιν από την ομάδα των Μόντυ Πάιθονς με την Τζέιμι Λι Κέρτις και τον Κέβιν Κλάιν στο «Ένα ψάρι που το έλεγαν Γουάντα» (1988). Την τελευταία τριετία το σινεμά έχει μείνει κλειστό, όμως πρόσφατα δημοσιεύματα θέλουν το Ίδρυμα Στέλιος Χατζηιωάννου να έχει αναλάβει την εξ ολοκλήρου ανακαίνιση του κτιρίου και αναμένεται η επανέναρξη των προβολών στον πανέμορφο χώρο.
«Ζέφυρος» και «Θησείον»
Από τα πιο παλιά θερινά που λειτουργούν ακόμα είναι και ο «Ζέφυρος», στα Άνω Πετράλωνα, που λειτούργησε πρώτη φορά το 1932. Λειτουργούσε μάλιστα και ως βαριετέ και εκεί εμφανιζόντουσαν ο Αυλωνίτης, η Βασιλειάδου και άλλοι μεγάλοι ηθοποιοί της εποχής, ενώ τα πρώτα χρόνια υπήρχε και χειμερινή αίθουσα. Στη χαρακτηριστική αυλή με το ψιλό χαλίκι, μας υποδέχτηκε με ζεστασιά η κυρία Γεωργία Μουζακιώτη. «Το 1991 που ανέλαβε ο σύζυγός μου τον Ζέφυρο, παρέμενε κλειστός για περισσότερο από μια δεκαετία. Από την αρχή, ωστόσο, επέλεξε να προβάλει ταινίες σινεφίλ. Παρά τις απόψεις πολλών γνωστών ότι η προβολή χολιγουντιανών ταινιών ήταν μονόδρομος, η επιλογή του δικαιώθηκε και ο Ζέφυρος αποτέλεσε σημείο αναφοράς για την ανάπτυξη της περιοχής. Νομίζω αυτό που περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο τη σχέση που έχουμε αναπτύξει με τους θεατές είναι ότι έρχονται στο ταμείο, αγοράζουν εισιτήρια και μετά ρωτούν: Τι θα δούμε απόψε;»
Οι περιγραφές της κυρίας Γεωργίας μου θύμισαν τις δικές μου βραδιές στον «Ζέφυρο», με ταινίες όπως το θρυλικό «Θωρηκτό Ποτέμκιν», του Σεργκέι Αϊζενστάιν (1925). Η ταινία είναι βασισμένη στο πραγματικό γεγονός της ανταρσίας του πληρώματος του ομώνυμου πλοίου και αναπαράγει το χρονικό των ημερών της ανταρσίας που σημειώθηκε κατά την Ρώσικη Επανάσταση του 1905. Θεωρείται ως ένα από τα αριστουργήματα του βωβού κινηματογράφου με πολλές σκηνές της να έχουν αναπαραχθεί σε μεταγενέστερες ταινίες, ως φόρος τιμής. Αγαπημένη μου η σκηνή στα σκαλοπάτια της Οδησσού, με το καρότσι με το μωρό να κατεβαίνει βασανιστικά, έχοντας φύγει από τα χέρια της μάνας, σκηνή που επανέλαβε αριστουργηματικά ο Μπράιαν ντε Πάλμα στους Αδιάφθορους (1987).
Ο πιο διάσημος όμως θερινός κινηματογράφος πρέπει να είναι το «Θησείον», χάρη στην παγκόσμια προβολή που του προσφέρει η καταπληκτική θέα προς τον φωταγωγημένο λόφο της Ακρόπολης. Από τους πιο παλιούς εν λειτουργία θερινούς της Αθήνας, λειτούργησε πρώτη φόρα το 1935. Το 1980 τον ανέλαβαν οι τέσσερις αδελφοί Μανιάκη και σήμερα παραμένει στα χέρια της οικογένειας. Ο κύριος Θωμάς μου έδειξε με ιδιαίτερο καμάρι τα τραπεζάκια με τα αυτοκόλλητα του Μάρλον Μπράντον ως Νονό, της Ελίζαμπεθ Τέιλορ, του Γκρέκορυ Πεκ. «Όταν πριν από τριάντα χρόνια προστέθηκαν τα τραπεζάκια, είχαμε βάλει σε όλα φωτογραφίες ηθοποιών που με τα χρόνια ξεθώριασαν από τον ήλιο, εκτός από αυτά εδώ που ήταν κάπως προστατευμένα και έχουν διασωθεί», θα μου πει. Όσο για τα εδέσματα που προτιμούν οι πελάτες του «Θησείον»: «Στους περισσότερους αρέσει να απολαύσουν την ταινία τους με μια βυσσινάδα ή γλυκό βύσσινο που φτιάχνουμε μόνοι μας, ενώ ιδιαίτερη προτίμηση δείχνουν και στην ζεστή μας τυρόπιτα». Σιγά σιγά ο κόσμος μαζευόταν, σε λίγο ξεκινούσε «Ο Άγνωστος του Εξπρές» (1951) του Άλφρεντ Χίτσκοκ!
«ΒΟΞ» και «Εκράν»
Από το Θησείο και την Πλάκα μεταφερόμαστε στα Εξάρχεια με ιστορικούς θερινούς όπως το «ΒΟΞ» και το «Εκράν». To «ΒΟΞ», με αφετηρία το 1938, συμπληρώνει ήδη 85 χρόνια λειτουργίας. Ήταν «ο δροσερότερος και ησυχότερος κινηματογράφος των Αθηνών», όπως περιέγραφαν οι πρώτες καταχωρήσεις για την ταράτσα του «ΒΟΞ», την εποχή που κανείς δεν φαντάζονταν την εξέλιξη της περιοχής των Εξαρχείων. Είναι έντονα συνδεδεμένο με την πολύπαθη πλατεία αλλά και την Μπλε Πολυκατοικία, που βρίσκεται ακριβώς απέναντί του, και σ’ αυτήν διέμεναν ο Λεωνίδας Κύρκος και ο Φρέντυ Γερμανός. Είναι χαρακτηριστική η δήλωση του τελευταίου, πως έμαθε σινεμά από την ταράτσα του «ΒΟΞ», απολαμβάνοντας τις προβολές από τα μπαλκόνια της Μπλε Πολυκατοικίας.
Το νεότερο «Εκράν» λειτούργησε το 1969 και γρήγορα έγινε γνωστό για την προβολή ευρωπαϊκών ταινιών, προβάλλοντας το γαλλικό νέο κύμα, σκανδιναβικές και ρωσικές ταινίες και γενικά ανεξάρτητες παραγωγές, δείχνοντας μεγάλη ευαισθησία στην κοινωνική και πολιτική διάσταση των επιλογών των ταινιών του. Απόψε, θα δούμε την κορεάτικη «Επιστροφή στη Σεούλ» (2022), που παίζεται για τέταρτη εβδομάδα. Η καντίνα έχει μια εξαιρετική ποικιλία από μπύρες. Διαλέγω μία και κάθομαι αναπαυτικά! Στον νου μου έρχονται οι στίχοι της Λίνας Νικολακοπούλου:
Το καλοκαίρι θα ‘ρθει, στην ταράτσα του ΒΟΞ η Μελίνα θα παίζει την Στέλλα. Ραντεβού θα σου δίνω, στα σκαλιά του Εκράν, να κοιτάμε τις νύχτες, τη Μανιάνι γκρο πλαν.
Καλή θέαση!