Τις προάλλες, διάβαζα για μια παραλία της Σαρδηνίας, τη La Pelosa της νήσου Stintino, όπου οι αρχές, προκειμένου να προστατεύσουν τη λευκή της άμμο, έχουν θέσει μια σειρά από μέτρα και περιορισμούς, όπως το αριθμητικό όριο των επισκεπτών, την υποχρεωτική προηγούμενη κράτηση και την απαγόρευση της χρήσης πετσέτας απευθείας επάνω στην άμμο, καθώς σύμφωνα με μελέτες, οι πετσέτες συμβάλλουν στην απώλεια άμμου… Το πρόστιμο για τη χρήση πετσέτας ανέρχεται στα 100 ευρώ, ενώ για τη ρύπανση της παραλίας στα 160 ευρώ. Το εισιτήριο για τη μικρή παραλία των 300 μέτρων, την οποία στις ώρες αιχμής επισκέπτονται μέχρι και 5000 άτομα (!), είναι στα 3,5 ευρώ και είναι ήδη πλήρως κρατημένη για τους μήνες αιχμής, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο. Οι αρχές της Σαρδηνίας έχουν προβλέψει όριο επισκεπτών μέσω κρατήσεων, εισιτηρίου αλλά και ωραρίου για πέντε ακόμη παραλίες, προκειμένου να αποφευχθεί ο συνωστισμός αυτό το καλοκαίρι. Κι αν όλα αυτά φαντάζουν κάπως μακρινά για την Ελλάδα, να σας υπενθυμίσω τη διάσημη μικροσκοπική παραλία της Ζακλίν Κένεντι στον Σκορπιό της Λευκάδας, όπου κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, επισκέπτονται καθημερινά περίπου 2500 άνθρωποι, παίρνοντας ως ανάμνηση λίγη από την άμμο της, με αποτέλεσμα να εκπέμπει πλέον SOS… Η αμμουδιά της παραλίας είναι πια τεχνητή, με την άμμο να έρχεται από τη Σαλαμίνα και να ανανεώνεται συστηματικά κάθε χρόνο. Να σας υπενθυμίσω, επίσης, περσινά δημοσιεύματα του «Economist» για την επίσης δική μας Σαντορίνη, ένα από τα ελληνικά νησιά που έχει πλήξει περισσότερο ο υπερτουρισμός, με τον πρόεδρο του ΣΕΤΕ να προτείνει επιβολή τέλους ανά εισερχόμενο επισκέπτη και φρένο στην άναρχη υπερδόμηση και τις μισθώσεις airbnb καθώς «χωρίς σχεδιασμό 10ετίας & crisis management η Σαντορίνη νομοτελειακά θα καταρρεύσει». Φετινά δημοσιεύματα της «Κ» κάνουν λόγο για το τέλος του ελληνικού καλοκαιριού, όπως τουλάχιστον το γνωρίζαμε ως τώρα, με τη «δραματική επέκταση της «κουλτούρας της ξαπλώστρας», που μετατρέπει σταδιακά αλλά μοιραία την ακτογραμμή της χώρας σε ένα ακριβό (και συχνά κακόγουστο) εστιατόριο-κλαμπ», μετατρέποντας το μπάνιο στη θάλασσα σε ένα καταναλωτικό (και μάλιστα ακριβό) προϊόν. Την ίδια στιγμή, η Αθήνα «βουλιάζει», με την Ακρόπολη να δέχεται συστηματικά πάνω από 16.000 επισκέπτες ημερησίως και τις προβλέψεις για τον Αύγουστο να κάνουν λόγο για πάνω από ένα εκατομμύριο επισκέπτες την εβδομάδα. Στον βωμό αυτής της «αναβάθμισης», ένας-ένας οι κάτοικοι του ευρύτερου κέντρου ξεσπιτώνονται, η οικοδομή, όμως, αναπτύσσεται ταχέως – τι κι αν οι πλειστηριασμοί καραδοκούν – το χρήμα ρέει άφθονο παντού (βρες το λάθος). Άπαντες αγάπησαν το χρήμα και ιδιαίτερα το εύκολο, τίποτα όμως δεν χαρίζεται, τα πάντα έχουν το κόστος, την τιμή τους, ακόμη και το ίδιο το χρήμα ως μέσο ανταλλαγής. Όμως, τελικά, τι ακριβώς είναι αυτό που ανταλλάσσεις και με τι;
Όπως είναι γνωστό σε όσους συστηματικά μας διαβάζουν, απ’ αυτές τις σελίδες προβάλλουμε πάντοτε τόπους ανόθευτους κι αυθεντικούς, ακριτικά νησιά, απομακρυσμένα χωριά, απάτητα βουνά και μοναχικές παραλίες κι ανέκαθεν το πράτταμε με στοργή και σεβασμό απέναντι στον άνθρωπο, το περιβάλλον και την ίδια τη δουλειά μας. Κι είναι ιδιαίτερα λυπηρό το γεγονός, πως μιλώντας με τους ανθρώπους και τους επαγγελματίες στα παρθένα αυτά μέρη που συχνά-πυκνά επισκεπτόμαστε, ό,τι άπαντες μιλούν για τη Σαντορίνη ως πρότυπο ανάπτυξης, αγνοώντας παντελώς τους κινδύνους που κάτι τέτοιο εγκυμονεί για την υποβάθμιση του περιβάλλοντος, του κοινωνικού ιστού και τελικά της ίδιας της ποιότητας της ζωής τους. Ψιλά γράμματα, θα μου πεις.
Πρόσφατα, ένας ξάδερφος προγραμματιστής, που έχει την ευτυχή δυνατότητα να μπορεί να δουλέψει από οπουδήποτε στον κόσμο, μου ανακοίνωσε πως σκέφτεται να μετακομίσει στο Άμστερνταμ «επειδή εκεί, οι άνθρωποι είναι πλέον πιο χαρούμενοι σε σχέση με την Ελλάδα». Ξαφνιάστηκα πολύ όταν μου το ‘πε. Λες και κατέρρευσε μπροστά μου ο μύθος «των τριών S» – Sea, Sun & Sand – που νομίζαμε πως θα μας κρατά για πάντα ανυπέρβλητους, μαζί και γελαστούς. Βλέπεις, σημασία τελικά έχει πάντα οι άνθρωποι να είναι χαρούμενοι, διαφορετικά όλα αυτά περί «αναβάθμισης» ή «ανάπτυξης» ακούγονται κουραφέξαλα στα δικά μου αυτιά. Ποιο είναι στ’ αλήθεια το νόημα, αν ο σκοπός δεν είναι αποκλειστικά και μόνον αυτός: η χαρά των ανθρώπων. Έτσι, θα ναι χαρούμενοι και οι τόποι κι οι τουρίστες και οι εργαζόμενοι που οπωσδήποτε δεν θα στιβάζονται σε κοντέινερ, ούτε θα δουλεύουν 15ωρα χωρίς ρεπό προκειμένου κάποιοι να τα κονομήσουν σε βάρος των πολλών.
Την ώρα που έγραφα αυτές τις γραμμές το υπερπλήρες αλιευτικό σκάφος από την Αφρική, φορτωμένο με εκατοντάδες μετανάστες ανετράπη και βυθίστηκε ανοιχτά της Πύλου, παίρνοντας στον υγρό τάφο του εκατοντάδες ψυχές, γυναίκες και παιδιά. «Γράψε για το ναυάγιο», θα μου πει η Γεωργία. Μα τι να γράψει πλέον κανείς – κουράστηκα από τεύχος σε τεύχος να κλαίμε όλοι μαζί για μια νέα τραγωδία, ένα καινούριο πένθος. Κι ούτε είμαι σίγουρη, κατά τα φαινόμενα, πως όλα αυτά μας αφορούν τελικά ως κοινωνία. Έχουμε κι ένα καλοκαίρι να διαχειριστούμε, έχουμε τον «τουρισμό». Ναι, ο τουρισμός πάει καλά. Το μέλλον φαντάζει ολοένα και πιο δυστοπικό, πλην όμως «σταθερό» – «έχει ο θεός» κι ο «σώζων εαυτόν σωθήτω», να προσθέσω.
Πολύ φοβάμαι πως τα χρόνια που έρχονται έχουμε να δούμε πολλά, δηλαδή ακόμη περισσότερα, γι’ αυτό χαρείτε το καλοκαίρι σας όσο μπορείτε κι όσο (ακόμα) προλαβαίνετε. Τόποι και τρόποι υπάρχουν, «λεφτά (επίσης) υπάρχουν», επιδόματα (και βέβαια) υπάρχουν, οπότε πάρτε τα πλοία για μακριά, όσο πιο μακριά γίνεται, πάρτε – ακόμη καλύτερα – τα βουνά. Κι αν έχετε τη δυνατότητα, όχι τον Αύγουστο. Όχι σαν τις ακρίδες. Όσοι μπορείτε, εγκαταλείψτε το άστυ (με τα εξωφρενικά πλέον ενοίκια), ασχοληθείτε – αν υπάρχει δυνατότητα – με τη γη, κάντε λίγο πιο βιώσιμη τη ζωής σας. Η βάρκα μας η κουρελού, μπατάρει, μπάζει από παντού νερά, ενώ πλήρωμα και καπετάνιος σφυρίζουν αδιάφορα. «Τα έχουμε δει όλα» καταπώς φαίνεται και τίποτα δεν μοιάζει πλέον να μας συγκινεί, να μας μετακινεί ή να μας εξοργίζει. Δεν υπάρχει εναλλακτική, δεν υπάρχει ελπίδα, άλλος τρόπος κανείς.
Με τις υγείες μας, λοιπόν, και καλό καλοκαίρι.