Δρόμοι της πέτρας

Απ' τα Μαγούλιανα ως τα Λαγκάδια

Χειμώνες πριν, στην ορεινή Αρκαδία είχα τραβήξει μία από τις πιο αγαπημένες μου φωτογραφίες... Γυμνά δέντρα, μοναχικές φιγούρες στις ατέρμονες κορυφογραμμές – τι χάρη μού έκανε εκείνο το δείλι ο ουρανός! Ανεξάντλητη η φύση του Μαινάλου, ντυμένη με πυκνά δάση κι αρρενωπά φαράγγια, κυριολεκτικά καλλιτεχνεί. Αγέρωχοι σαν το τοπίο και οι οικισμοί της – δρόμοι της πέτρας φορτωμένοι την ψυχή μιας Ελλάδας ταπεινής και ηρωικής μαζί, διηγούνται τα περασμένα μεγαλεία της. Στο πέπλο ενός χειμώνα όπου τα πάντα σιωπούν, η ορεινή Αρκαδία καταφέρνει και βρίσκει τη θέση της ως ένας από τους πιο αγαπημένους μου προορισμούς. Είναι που κάθε φορά έχει να σου αποκαλύψει και κάτι καινούργιο…

Όλη η νεότερη ιστορία μας ξεκίνησε να γράφεται εδώ. Και είναι γραμμένη σε κάθε καλντερίμι, κάθε σπίτι και σχολειό, στις εκκλησιές και τα γεφύρια της, τις προτομές των ηρώων... Τι να πρωτοπώ… Για τη λιτή και πανέμορφη Στεμνίτσα, τη θρυλική Δημητσάνα, τα Κολοκοτρωνέικα με τις μαγικές τους διαδρομές. Τον Βλόγγο και τη Ζάτουνα με τους μοναχικούς τους ήρωες και τους θεσπέσιους καφενέδες. Για τις θαυμαστές μονές του ορμητικού Λούσιου – κιβωτός του Δία, φωλιά του Θεού. Για τα κάστρα και τις εκκλησιές της Κατρύταινας, μα και τη μυρωδιά της παραδοσιακής γουρουνοπούλας, καταπώς σε καλωσορίζει το Λεβίδι... Η ορεινή Αρκαδία αποτελεί πραγματικά φαινόμενο. Περήφανη, ατίθαση, πολυποίκιλη, πλανεύτρα – δεν γίνεται να μην την αγαπήσεις…

Το ψηλότερο χωριό του Μοριά

Χειμώνας και εν αναμονή του χιονιού, ένα από τα ομορφότερα ελατοδάση της χώρας σε υποδέχεται. Αφήνεις πίσω την πολύβουη Βυτίνα και στο κυνήγι των αυθεντικότερων εικόνων που αναζητάς, συνεχίζεις για τα Μαγούλιανα. Με υψόμετρο 1.365 μ. κατέχει την πρωτιά του ψηλότερου κατοικημένου χωριού της Πελοποννήσου. Χτίσμενο αμφιθεατρικά σαγηνεύει με την ανεπιτήδευτη γοητεία του αλλά και την προνομιακή του θέση, που προσφέρει άπλετη θέα στο ελατοδάσος του Μαινάλου. Τα μονοκόμματα πετρόχτιστα σπιτάκια χτίστηκαν από Λαγκαδιανούς μαστόρους και αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα της γορτυνιακής αρχιτεκτονικής. Χτισμένη στα ψηλά και η πλατεία – μια μεγάλη βεράντα απ’ όπου αγναντεύεις ανεμπόδιστα τις μαβιές οροσειρές και ολόκληρο τον οικισμό με τις κεραμιδένιες στέγες, τα φιδωτά δρομάκια και τις όμορφες εκκλησιές του. Μετά την απελευθέρωση, οι κάτοικοι ανοικοδόμησαν τις δυο εκκλησίες του χωριού και, δέκα χρόνια αργότερα, την περίφημη Κοίμηση της Θεοτόκου. Πρόκειται για έναν επιβλητικό ναό όπου διατηρείται το λεπτοδουλεμένο τέμπλο που φιλοτέχνησε επί επτά ολόκληρα χρόνια ο ξυλογλύπτης Χριστόδουλος από την Ήπειρο. Περήφανοι οι κάτοικοι για το επιχρυσωμένο τέμπλο, λένε πως είναι το καλύτερο των Βαλκανίων και πρόθυμα θα προσφερθούν να σου το δείξουν. Στην ταβέρνα «Ιωσήφ» μαζεύουμε τον ελάχιστο χειμωνιάτικο ήλιο απολαμβάνοντας την πανέμορφη θέα παρέα με τσίπουρο, παραδοσιακό παστό και κρεατικά ντόπιας παραγωγής. Λίγο πιο κάτω ένας καφενές σε υποδέχεται δίπλα στο τεράστιο πλατάνι της πλατείας. Εδώ και η προτομή του Φωτάκου (Φώτη Χρυσανθόπουλου), υπασπιστή του Κολοκοτρώνη και ιστορικού της Ελληνικής Επανάστασης. Κατά την Τουρκοκρατία, το χωριό ήταν κέντρο και πέρασμα κλεφτών και η συνεισφορά του στον Αγώνα ήταν σημαντική. Σ΄ ένα ύψωμα από πάνω του βρίσκονται τα ερείπια του φράγκικου Αργυρόκαστρου. Στα 1.450 μ. υψόμετρο αποτελεί μάλιστα το ψηλότερο φρούριο της Πελοποννήσου και ίσως ολόκληρης της χώρας. Γάργαρα νερά κυλούν από κάτω σου, στη ρίζα του πλατάνου, ενώ τα σκαλιά σε οδηγούν στην πεντάκρηνη πηγή του χωριού. Από εδώ ένα κατηφορικό στενό συνεχίζει για το παλιό σχολείο όπου φιλοξενείται το λαογραφικό μουσείο. Από την πλατεία ξεκινά και μια μέτριας δυσκολίας πεζοπορική διαδρομή 5,5 χλμ., που περνά από το Αργυρόκαστρο, το ασκηταριό της Σφυρίδας, τη Μονή Κερνίτσης και το δρυοδάσος, για να καταλήξει μετά από τρισήμισι ώρες στον οικισμό της Νυμφασίας. Στην άλλη του κατεύθυνση, το μονοπάτι ενώνει τα Μαγούλιανα με το Βαλτεσινίκο για να συνεχίσει έως τα Λαγκάδια. Τμήματα διαδρομών του ολοκαίνουριου Menalon Trail, μιας ορεινής περιπέτειας συνολικά 75 χλμ., που αξιοποίησε τους παλιούς δρόμους συνδέοντας εννέα οικισμούς της Γορτυνίας. Το Μονοπάτι του Μαινάλου είναι μάλιστα το πρώτο στην Ελλάδα και ένα από τα δέκα της Ευρώπης, που έχει λάβει τη διεθνή πιστοποίηση «Leading Quality Trail - Best of Europe» διασφαλίζοντας την ποιότητα αλλά και την ασφάλεια των διαδρομών του.

Με τον ευρύ ορίζοντα και την ποιητική θέα που προσφέρει από τα 1.060 μ. υψόμετρο, η Λάστα βρίσκεται σε μία από της ωραιότερες τοποθεσίες της ορεινής Γορτυνίας.

Το καφενείο του Αϊ-Γιώργη στην πανέμορφη πλατεία της Λάστας
Ορεινή Αρκαδία: αποχαιρετώντας τη χιονισμένη καλλονή…
Μαγούλιανα, ατενίζοντας…
Σαν σε παραμύθι, το εγκαταλειμμένο Σανατόριο της Μάνας

Η σχολή ξυλογλυπτικής του ΕΟΜΜΕΧ, η οποία λειτουργούσε πάνω από μία δεκαετία στο χωριό, δυστυχώς δεν άντεξε στον χρόνο...

Η Λάστα που ερωτεύτηκα

Με κατεύθυνση προς το Βαλτεσινίκο, παρακάμπτουμε τη διαδρομή μας για να επισκεφθούμε τη γειτονική Λάστα. Έξι από τα ομορφότερα χιλιόμετρα της εκδρομής μας, καθώς ο ήλιος δύει χρωματίζοντας μαβιά μια θάλασσα από κορυφογραμμές που ξεπηδούν σαν κύματα στο χιονισμένο φόντο. «Καλωσήρθατε στην ωραία μας Λάστα», μας υποψιάζει η πινακίδα του λιλιπούτειου χωριού που ξεχωρίζει για τη μεγαλοπρεπή εκκλησιά του ΑϊΓιώργη, έργο Λαγκαδιανού μάστορα και στολίδι της λιθόστρωτης πλατείας της. Με τον ευρύ ορίζοντα και την ποιητική θέα που προσφέρει από τα 1.060 μ. υψόμετρο, η Λάστα βρίσκεται σε μία από της ωραιότερες τοποθεσίες της ορεινής Γορτυνίας. Ακατοίκητη πια –τουλάχιστον τους χειμώνες– θα ήταν άδικο με τόση ομορφιά να ερημώσει παντελώς. Έτσι ο Σύλλογος των απανταχού Λαστέων σκέφτηκε να δελεάσει τους διερχόμενους επισκέπτες με τον «Αϊ-Γιώργη». Ένα αυτοεξυπηρετούμενο, ανοιχτό καφενείο το οποίο ξεκίνησε να λειτουργεί πριν από τη δεκαετία του 1980, προσφέροντας καφέ, τσάι, ροφήματα, ούζο, τσίπουρο, κρασί και παραδοσιακά λικέρ δίπλα στα δυο θεόρατα πλατάνια της πλατείας. Γεμάτο ζεστασιά και όμορφη ατμόσφαιρα που αποπνέει παράδοση αποτελεί έκπληξη για κάθε ανυποψίαστο. Με τους τοίχους γεμάτους παλιές φωτογραφίες, ντοκουμέντα της Επανάστασης, εικόνες και αναφορές που παρουσιάζουν την ιστορία του χωριού, αποτελεί ένα ολοζώντανο λαογραφικό μουσείο. Διαθέτει θέρμανση, βιβλία, ζεστό νερό και μπορεί να μέχρι και να φιλοξενήσει ανθρώπους που θα σεβαστούν το μεράκι και την προσφορά εκείνων που το φροντίζουν. Ένα απόλυτα επιτυχημένο εγχείρημα, καθώς όλα φαίνεται πως λειτουργούν ρολόι. Καθαρό και περιποιημένο, κατά την επίσκεψή μας διέθετε από γλυκά κεράσματα μέχρι και φαγητά που είχαν αφήσει οι πρωινοί του επισκέπτες. Η παρέα μάλιστα που συναντήσαμε εντός του –και ανακάλυψαν, όπως μας είπαν, τυχαία τούτη τη γωνιά– εφοδίασαν με ένα σωρό πράγματα τον καφενέ ενώ προτιμούσαν να καπνίζουν απ’ έξω. Λιγότερο σπάνιο απ’ όσο μερικοί μπορεί να νομίζουν, και πόσο υπέροχο, ο πολιτισμός να απαντάται με πολιτισμό!

Βαλτεσινίκο

Ένα χειμωνιάτικο πρωινό φυλά για μας εικόνες κινηματογραφικές. Λίγο πριν το Βαλτεσινίκο, μια μικρή παράκαμψη οδηγεί στο εγκαταλειμμένο Σανατόριο της Μάνας, ένα από τα τρία που λειτούργησαν στην ευρύτερη περιοχή η οποία φημίζεται για το υγιεινό της κλίμα. Μέσα από τα νέφη και τη μαγευτική θέα του πυκνού ελατοδάσους ξεπροβάλλει το πέτρινο κουφάρι του σανατορίου. Έργο, και αυτό, Λαγκαδιανών μαστόρων κτίστηκε το 1927, σε υψόμετρο 1.500 μ., με πρωτοβουλία της αδελφής του Παύλου Μελά. Γνωστή και ως «Μάνα του Στρατιώτη», η Άννα Παπαδοπούλου έφτιαξε το σανατόριο με χρήματα που συγκέντρωσε από εράνους και χορηγίες απόδημων Ελλήνων με σκοπό να περιθάλψει τους φυματικούς στρατιώτες της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Καθώς η έκτασή του ήταν 2.500 τ.μ., φιλοδοξία της ήταν να γίνει το μεγαλύτερο των Βαλκανίων. Μέσα σε μια ζούγκλα από έλατα, εντός του μνημειώδους κτιρίου με τις νεοκλασικές επιρροές, ξεδιπλώνεται όλη η σκοτεινή μα και παραμυθένια γοητεία των εγκαταλειμμένων κτιρίων των αρχών του 20ού αιώνα. Το γραφικό Βαλτεσινίκο με την παραδοσιακή αρχιτεκτονική και τα φημισμένα ξυλόγλυπτα αποτελεί επόμενο σταθμό του ταξιδιού μας. Είναι ένα ζωντανό χωριό, χτισμένο στα 1.150 μ. υψόμετρο, που προσφέρεται για βόλτες με… θέα, ενώ διαθέτει καφενείο και ταβέρνα, δυο περιποιημένους ξενώνες κι ένα όμορφο καφέ. Στα αξιοθέατά του συγκαταλέγονται τα ξυλόγλυπτα τέμπλα που κοσμούν τις δύο μεγαλόπρεπες εκκλησιές του, τους Αγίους Θεοδώρους και τον Άγιο Αντρέα, στο επάνω χωριό. Την ξυλογλυπτική τέχνη οι Βαλτεσινικιώτες τη διδάχτηκαν από Ηπειρώτες τεχνίτες και έργα τους κοσμούν τη Μονή Κερνίτσης, καθώς και πολλές εκκλησίες της Αρκαδίας και της Μεσσηνίας. Η σχολή ξυλογλυπτικής του ΕΟΜΜΕΧ, η οποία λειτουργούσε πάνω από μία δεκαετία στο χωριό, δυστυχώς δεν άντεξε στον χρόνο... Επισκέψιμο είναι το Μοναστήρι της Κοίμησης, λίγο έξω από τον οικισμό, αλλά και η γειτονική Μονή Αγίου Νικολάου Ανάληψης. Το «Παλιομονάστηρο», όπως το αποκαλούν οι ντόπιοι, θα το προσεγγίσουμε ακολουθώντας τον δρόμο προς Ολομάδες. Μια χωμάτινη παράκαμψη θα μας οδηγήσει στο σύντομο μονοπάτι για το ιστορικό μοναστήρι το οποίο χτίστηκε στις εσοχές των βράχων μιας χαράδρας. Βαδίζοντας μέσα στην άγρια φύση, σύντομα ανταμώνουμε τη διώροφη μονή που εδράστηκε στη σπηλιά δημιουργώντας ένα φυσικό οχυρό. Το 1826 είχαν καταφύγει εκεί γυναικόπαιδα της περιοχής για να γλιτώσουν από τον Ιμπραήμ, ο οποίος το πολιόρκησε επί τρεις ημέρες. Μετά όμως τη σθεναρή αντίσταση των Βαλτεσινικιωτών, αναγκάστηκε να αποχωρήσει άπραγος. Στον επάνω όροφο, μέσα στον βράχο, βρίσκεται ο ναός της Ανάληψης, ενώ κάτω μια στοά οδηγεί στον ναό του Αγίου Νικολάου με τις αγιογραφίες του 17ου αιώνα.

Έξω απ’ τη Βυτίνα, η ορεινή Αρκαδία μάς υποδέχεται
Σφηνωμένη στον βράχο, η Μονή Αγίου Νικολάου Ανάληψης
Μοναχικά πέτρινα γεφύρια στο ρέμα του Τουθόα
Γυμνή φύση στον φιδωτό δρόμο για το ρέμα του Αγίου Νικολάου

«Τα σπίτια αυτά κουβαλούν την ψυχή των ανθρώπων που τα έχτισαν, αυτό είναι που μας κρατά εδώ...»

Της πέτρας και της αποπλάνησης

Μαζί με τη Δημητσάνα, τα Λαγκάδια αποτελούν δύο από τους εντυπωσιακότερους οικισμούς της Γορτυνίας. Άξαφνα σε μια στροφή αποκαλύπτεται από μακριά ο οικισμός και το θέαμα είναι φαντασμαγορικό: μια αληθινή πέτρινη πολιτεία, που ορθώνεται απ’ άκρη σ’ άκρη στην κατηφορική πλαγιά (κλίσης 70 μοιρών!). Δεν χορταίνεις να τη φωτογραφίζεις. Τόπος με χαράδρες και χειμάρρους, όπως άλλωστε δηλώνει η ονομασία τους, τα νερά τους συνομολογούν ένα μεγαλύτερο ποτάμι, τον Τουθόα. Από την περιοχή ξεκινά και το απόκρημνο φαράγγι του, που καταλήγει στον ποταμό Λάδωνα. Κοντά στη Βυτίνα, τη Δημητσάνα, το χιονοδρομικό και όλα τα αξιοθέατα της ορεινής Αρκαδίας, από τα Λαγκάδια μπορείς να έχεις πρόσβαση τόσο στην ορεινή Ηλεία όσο και στη λίμνη του Λάδωνα και τα Καλάβρυτα. Σύμφωνα με την παράδοση, τα Λαγκάδια χτίστηκαν στις αρχές του 13ου αιώνα, ενώ η ονομασία τους συναντάται πρώτη φορά το 1693 στον Κώδικα της Μονής Αιμυαλών. Τόπος παραθερισμού των Βιλλαρδουίνων της Άκοβας, τα Λαγκάδια φαίνεται πως γοητεύουν διαχρονικά. Είναι χτισμένα πολυεπίπεδα, με τα αθάνατα πετρόχτιστα αρχοντικά τους να κοιτούν τις βαθιές λαγκαδιές με τις λεύκες, τα νερά και τα πλατάνια, και γύρω τους την πλούσια βλάστηση των λαγκαδιανών βουνών… Γεμάτα καρυδιές, καστανιές, έλατα και πεύκα συνθέτουν –όλα μαζί– μια πρωτόγνωρη ορεινή ομορφιά. Ολόκληρος ο κεντρικός τους δρόμος με τα περιποιημένα μαγαζάκια είναι ένα μπαλκόνι με θέα. Απ’ όπου και να κοιτάξεις, θα απολαύσεις μια διαφορετική άποψη του αρχοντικού χωριού, που υπήρξε φυτώριο και ορμητήριο των περίφημων Λαγκαδιανών μαστόρων. Σμιλευτές της πέτρας από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας έως και τις αρχές του 20ού αιώνα ταξίδευαν με τα μπουλούκια τους χτίζοντας σπίτια κι εκκλησιές, γεφύρια, σχολειά, βρύσες και μοναστήρια σ’ ολόκληρο τον Μοριά. Έλειπαν για καιρό και η επιστροφή τους στο χωριό ήταν γιορτή. «”Έρχονται οι μάστοροι!” και τα παιδιά τούς υποδέχονταν με σαΐτες, τραγούδια και χορό», όπως ξετρυπώνουμε μαρτυρίες από τη Βιβλιοθήκη της Δημητσάνας. Η συμβολή τους στη διαμόρφωση της αρχιτεκτονικής της Πελοποννήσου ήταν καθοριστική, ενώ η φήμη τους εξαπλώθηκε γρήγορα σ’ ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο. «Το κάθε μπουλούκι είχε τέσσερις χτιστάδες, οι καλύτεροι χτίζαν’ την απ’ έξω πέτρα, ένας έκανε τη λάσπη, δυο που μετέφεραν τις πέτρες κι ένας πετράς που τις έσπαζε και τις πελεκούσε. Μόνοι μας ξαναφτιάξαμε τα ερειπωμένα αρχοντικά των προγόνων μας…» μαρτυρά ο κ. Παπακωνστανίνου, ένας από τους τελευταίους Λαγκαδιανούς μαστόρους ο οποίος διατηρεί καφενείο στο γειτονικό Λευκοχώρι. Πενιχρό το μεροκάματο κι όμως έβαζαν όλη τους την τέχνη και το μεράκι, με το αποτέλεσμα να τους δικαιώνει έως σήμερα, τόσα χρόνια μετά. Κούκλα το είχαν το χωριό τους. Με τα γεροδεμένα με πελεκητή πέτρα σπίτια, ανώγεια, διώροφα και τριώροφα, να κοιτάζουν τους επιβλητικούς ορεινούς όγκους και τις βαθιές χαράδρες. Η σφραγίδα τους αποτυπωμένη παντού: στο επιβλητικό κτίριο του Γυμνασίου, στον κεντρικό ναό των Ταξιαρχών του 1808, με το πελεκητό καμπαναριό του, στο πέτρινο ρολόι του 1910. Αυτάρκη και αυτόνομα για χρόνια τα Λαγκάδια, ενδεικτικό της αίγλης τους είναι το γεγονός ότι το 1897 αριθμούσαν 6.800 κατοίκους! Πατρίδα αγωνιστών της Ελληνικής Επανάστασης, στην πλατεία Ηρώων η στήλη των πεσόντων μνημονεύει τη μεγάλη συμμετοχή των κατοίκων στους εθνικούς αγώνες. Αυτός ο τόπος γέννησε την ιστορική οικογένεια των Δεληγιανναίων, κι εδώ βρίσκεται και η προτομή του πρωτεργάτη του Αγώνα Κανέλλου Δεληγιάννη, μα και του Ιωάννη Θεοφιλόπουλου ή Καραβογιάννη, πρώτου πυρπολητή τουρκικού πολεμικού πλοίου. Στο τέλος του κεντρικού δρόμου και το άγαλμα του Θεόδωρου Δηλιγιάννη, του πρωθυπουργού της Ελλάδας, ο οποίος δολοφονήθηκε το 1905 έξω από τη Βουλή. Το αρχοντικό της ισχυρής οικογένειας των δημογερόντων και των οπλαρχηγών βρίσκεται στην ψηλότερη συνοικία των Λαγκαδιών. Εντός της οικίας φυλάσσεται από την οικογένεια ένα μουσείο ιδιωτικής συλλογής, το οποίο περιλαμβάνει πολλά κειμήλια και σπάνια αντικείμενα. Αξίζει μια βόλτα στα στενά της Άνω γειτονιάς, όπου θα δεις τον ναό του Αγίου Ιωάννη και θα απολαύσεις τη θέα που σου προσφέρεται από τα 950μ. υψόμετρο. Η κάτω γειτονιά κρύβει μια πιο αφτιασίδωτη, μα άκρως αυθεντική ομορφιά. Στα σκαλιά της βρίσκεται και το σπίτι του Νίκου Πλουμπίδη, μίας από τις ηρωικότερες και συνάμα τραγικότερες προσωπικότητες του κομμουνιστικού κινήματος στη χώρα μας – έχεις πολλά να ανακαλύψεις διαβαίνοντας τα στενά των Λαγκαδιών… 

Γεύση χωριού

Στα μικρομάγαζα στο κεντρικό δρομάκι έχεις να χαζέψεις λογής λογής παραδοσιακά αντικείμενα και χειροποίητα κοσμήματα. Σ’ ένα από τα μοντέρνα καφέ θα πιεις τον καφέ σου αγναντεύοντας τη μοναδική θέα στη ρεματιά. Πάντα γεμάτη, η κομψή σάλα του εστιατορίου Μανιάτης προσφέρει καλομαγειρεμένα φαγητά: κατσικάκι στον φούρνο, φασολάδα με λουκάνικο, ελάφι με δαμάσκηνα και αγριογούρουνο στιφάδο. Τα Maniatis Hotels & Resorts άλλωστε προσφέρουν διαμονή για όλα τα βαλάντια με εξαιρετικό πρωινό του περιέχει μέχρι και λαχταριστή τραχανόσουπα! (www. maniatis-hotels.gr) Στο εργαστήρι ζυμαρικών της Κανέλλας Μουρούτσου βρήκαμε μέλι καστανιάς και βανίλια Μαινάλου, ντόπια καρύδια, λικέρ, τσίπουρα με γεύσεις, βότανα και γλυκά του κουταλιού. Θα βρείτε επίσης ζυμαρικά από αλεύρι ζέας (χωρίς πρόσθετη γλουτένη) και άλλα, αρωματισμένα με πρωτότυπες γεύσεις, όπως σπιρουλίνα (τηλ.: 27950 43094). Από τη διπλανή «Ανέμη» θα αγοράσετε μάλλινα χαλιά, κιλίμια και παραδοσιακά υφαντά. Λουκουμάδες και καφεδάκι θα απολαύσεις και στα παραδοσιακά καφενεία του χωριού. Σε μια ζεστή, χωριάτικη ατμόσφαιρα, λαχταριστά κρεατικά προσφέρει το κουτούκι «Τσιαχτάι», που στη γλώσσα των μαστόρων σημαίνει κολατσιό. Για μεζεδάκια με ρακόμελο ή …τσουκαλόκαυτο επιλέξτε το «Άρωμα». Μικρό, ζεστό και πολύχρωμο, με παρεΐστικη διάθεση, καλή μουσική και έθνικ διακόσμηση είναι ό,τι ακριβώς ζητούσαμε. «Τα σπίτια αυτά κουβαλούν την ψυχή των ανθρώπων που τα έκτισαν, αυτό είναι που μας κρατά εδώ», θα μας πει ο ιδιοκτήτης Τάκης Ρούτσης, ένας από τους νέους ανθρώπους που επέστρεψαν στα Λαγκάδια αναζητώντας έναν πιο ποιοτικό τρόπο ζωής. Εμπνευστής και εμψυχωτής του λαγκαδιανού καρναβαλιού λειτουργεί επίσης τον ξενώνα «Αγνάντιo» (Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.), αλλά και φάρμα με άλογα (www.livingcountry. gr), ενώ υπήρξε ανάμεσα στα ιδρυτικά μέλη του «Συλλόγου Νέων Λαγκαδίων», υπεύθυνου για πολλές πολιτιστικές δραστηριότητες του χωριού. Ο ίδιος ξεκίνησε και τη σήμανση των παλιών ορεινών μονοπατιών και οργανώνει πεζοπορίες φιλοδοξώντας στην ανάπλαση και την αξιοποίηση των «δρόμων των μαστόρων της πέτρας». Στο χωριό άλλωστε βρίσκει έξοδο και το περίφημο Menalon

Trail, το οποίο αποτελεί μιας πρώτης τάξης ευκαιρία για μια ουσιαστική γνωριμία με τη φύση της περιοχής. Μετά από μια σύντομη διαδρομή μισής ώρας, τμήμα του μονοπατιού οδηγεί στους νερόμυλους Ράπη κι από εκεί συνεχίζει για το Πανόραμα Δραΐνας όπου καιρού επιτρέποντος αγναντεύεις ως τα πελάγη του Ιονίου. «Ο κόσμος πια περπατά», επισημαίνει εύστοχα ο Τάκης. «Έχουν πολλά όμως να γίνουν ακόμα. Η κατάβαση στο φαράγγι του Τουθόα είναι μια μοναδική εμπειρία και ακόμη δεν είναι πλήρως προσβάσιμο…» Όνειρα για το χωριό έχει ακόμη ένας νέος επιχειρηματίας, ο Βασίλης Μανιάτης, ο οποίος οραματίζεται το Μουσείο και Κέντρο Μαθητείας της Πέτρας στα Λαγκάδια, ένα σχέδιο που συζητιέται καιρό και θα έδινε σαφώς νέα ώθηση για την ανάπτυξη στην περιοχή. Ποτάκι με καλές μουσικές στο cafébar Πλάτανος, όπου δεν αποκλείεται να πετύχεις και κάποιο πάρτι ή live σχήμα. Στο τέλος του δρόμου, το μαγαζάκι του κ. Χριστοδουλόπουλου δεν έχει πινακίδα, μοιάζει όμως με λαογραφικό μουσείο - παλαιοπωλείο με τα ξυλόγλυπτα, τα μπακιρένια αντικείμενα, τις παλιές μηχανές Singer, τα εργόχειρα υφαντά. Ο τόπος άλλωστε φημιζόταν για τα παραδοσιακά υφαντά του, και δεν υπήρχε σπίτι που να μη διέθετε αργαλειό. Δίπλα ακριβώς, ένα παλιό ηλεκτρολογείο δίνει ακόμη μια ρετρό νότα στο χωριό. Αυτό είναι το ωραίο με τα Λαγκάδια. Σε αντίθεση με άλλους φημισμένους οικισμούς της ορεινής Αρκαδίας, ο εκσυγχρονισμός εδώ πέρασε σαν «χάδι» αφήνοντας αλώβητα πολλά από τα γνήσια κομμάτια τους. Στο τέλος του χωριού, μια διακλάδωση προς τα αριστερά οδηγεί στο ρέμα του Αγίου Νικολάου με τα πετρόχτιστα φτωχικά σπιτάκια σκορπισμένα κατά μήκος της πλούσιας βλάστησης. Κοπάδια και τρεχούμενα νερά μέχρι το τέλος της ρεματιάς, όπου ένα γεφυράκι δίνει το στίγμα για το αξιοθέατο που αναζητάμε. Ο νερόμυλος-νεροτριβή του Βουτυριά φανερώνεται πίσω από τα καλαμπόκια, στο κατώι ενός παραδοσιακού λαγκαδιανού σπιτιού, μαρτυρώντας την αγροτική παράδοση του τόπου. Για χρόνια ο μπάρμπα-Μήτσος άλεθε τα σιτηρά του χωριού. Ο γιος του, ο Παναγιώτης Τσαφαράς, μας ξεναγεί στον μύλο με τα εργαλεία, τα κοφίνια και τις μυλόπετρες καλώντας μας επάνω για τσίπουρο και παρεούλα. Στα σάλα με τη ζεστή ξυλόσομπα θα συναντήσουμε τον 90χρονο μυλωνά με τη σπιρτόζα γυναίκα του, θα πιούμε και θα γλυκαθούμε με μελομακάρονα κι όμορφες διηγήσεις. Απλότητα, ευγένεια και γνήσια φιλοξενία – το καλύτερο κλείσιμο του ταξιδιού στην Αρκαδία της πέτρας και της αποπλάνησης. Γιατί όση ομορφιά και ιστορία μπορεί να κουβαλά ένας τόπος, τον πλούτο στο βάθος τον κάνουν οι άνθρωποι, κι αυτό δεν αλλάζει ποτέ!

Βαλτεσινίκο
Οι Ταξιάρχες με το πελεκητό καμπαναριό και το πέτρινο ρολόι στην είσοδο του χωριού
Λαγκάδια, η πετρόχτιστη πολιτεία μάς υποδέχεται
Η παρέα του τράγου στο ρέμα του Αγίου Νικόλα
Με παράδοση στα υφαντά, το μαγαζάκι του κ. Χριστοδουλόπουλου
Ζεστό και πολύχρωμο, το «Άρωμα» στα Λαγκάδια

Προτάσεις

info's

Ευχαριστούμε για τη φιλοξενία το ξενοδοχείο Κεντρικόν του Ομίλου Maniatis Hotels & Resorts στα Λαγκάδια. Τηλ.: 27950 43221, www.maniatis-hotels.gr

Θα το βρείτε στο

τεύχος 110

0
Shares

Σας αρέσει το site μας?

Ακολουθήστε μας στα social και δεν θα το μετανιώσετε...

0
Shares