Σταγόνες βροχής χτυπούν ρυθμικά την ξεχαρβαλωμένη ομπρέλα μου, ενόσω κατηφορίζω την οδό Βενιζέλου. Περιμένοντας στη διασταύρωση με την Εγνατίας, ακούω έντονα κελαηδίσματα πουλιού. Παραξενεμένος, κοιτάζω δίπλα μου έναν ηλικιωμένο υπαίθριο πωλητή, που έχει στο στόμα του μια «λαλίτσα», το πνευστό μουσικό όργανο που μιμείται το κελάηδισμα των πουλιών. Είναι ο Ιωσήφ και όταν τον ρωτώ για το, όχι και τόσο συνηθισμένο, όνομά του μου αναφέρει, πως κατάγεται από τις εβραϊκές αρχοντικές οικογένειες της πόλης. Ξαφνικά, μου γεννιούνται μια ντουζίνα απορίες. «Πιο κάτω είναι το Εβραϊκό Μουσείο, πήγαινε και θα καταλάβεις», μου λέει. Πράγματι, δυο γωνίες παρακάτω με υποδέχεται η ευγενική υπάλληλος του Μουσείου.
Μου εξηγεί, πως η εβραϊκή παρουσία στη Θεσσαλονίκη μετρά πάνω από 20 αιώνες. Οι πρώτοι Εβραίοι έφτασαν στην πόλη πριν τη γέννηση του Χριστού από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Τους αποκάλεσαν «Ρωμανιώτες», επειδή μιλούσαν ελληνικά και είχαν ελληνιστική κουλτούρα. Το γεγονός, όμως, που στιγμάτισε τη φυσιογνωμία της πόλης είναι η άφιξη 20.000 περίπου Εβραίων, που διώχθηκαν από την Ισπανία το 1492. Όπως με πληροφορεί, τους αποκάλεσαν «Σεφαραδίτες» από τη λέξη Σεφεράδ, που αποτελεί την παλιά βιβλική ονομασία της εβραϊκής γλώσσας για την Ισπανία.
Με αργό βήμα χάνομαι στις προσεγμένες αίθουσες του Μουσείου. Παρατηρώ μέσα από τα εκθέματα το αποτύπωμα των Σεφαραδιτών στην εμπορική και θρησκευτική ζωή της πόλης. Με τις γνώσεις και τις ικανότητές τους, οι Σεφαραδίτες αναζωογόνησαν τη λαβωμένη, μετά την κατάκτησή της από τους Οθωμανούς, Θεσσαλονίκη και συνετέλεσαν στη μεγάλη εμπορική και οικονομική της ανάπτυξη τους αιώνες που ακολούθησαν. Υφαντές και ψαράδες, βαφειάδες και έμποροι, γιατροί και τραπεζίτες, ο εβραϊκός πληθυσμός κυριάρχησε στην καθημερινή ζωή της Θεσσαλονίκης. Μάλιστα, μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή και τον ερχομό των Ελλήνων προσφύγων της Μ. Ασίας, οι Σεφαραδίτες αποτελούσαν (για πάνω από 400 χρόνια) τον μισό πληθυσμό της πόλης! Ταξιδιώτες, που περνούσαν από το λιμάνι της πόλης εκείνη την εποχή, έλεγαν χιουμοριστικά, ότι η Θεσσαλονίκη ήταν η πόλη στην οποία οι εργάσιμες ημέρες ήταν στην ουσία τέσσερις και ακολουθούσαν τρεις ημέρες αργίας, Παρασκευή για τους Μουσουλμάνους, Σάββατο για τους Εβραίους και Κυριακή για τους Χριστιανούς. Σημαντικά ονόματα και διασημότητες, όπως ο Νικολά Σαρκοζί, ο Βιντάλ Σασούν, η οικογένεια των αεροναυπηγών Ντασώ, η οικογένεια Καράσο (γαλακτοκομικά προϊόντα Danone) κατάγονται από την ελληνική συμπρωτεύουσα, τη «μικρή Ιερουσαλήμ», όπως την αποκαλούσαν.
Τα αίμα παγώνει καθώς μπαίνω σε μια σκοτεινή αίθουσα με κατάμαυρους τοίχους. Πάνω εκεί γραμμένα τα χιλιάδες ονόματα εκτοπισμένων και εκτελεσθέντων στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Περίπου 50.000 Σεφαραδίτες Θεσσαλονικείς, ένα απίστευτα μεγάλο νούμερο κατοίκων της πόλης, έπεσαν θύματα μιας ανείπωτης θηριωδίας στη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Μια χούφτα οικογένειες κατάφεραν μονάχα να επαναπατριστούν με το τέλος του πολέμου, όχι πάνω από 2.000 ψυχές. Αυτό που βρήκαν ήταν σπίτια κατειλημμένα, συνοικίες ισοπεδωμένες, περιουσίες λεηλατημένες, σχεδόν όλες τις συναγωγές τους (από τις 30 που υπήρχαν προπολεμικά) κατεδαφισμένες. Το αχανές νεκροταφείο με τους 300.000 τάφους είχε συληθεί, με τις επιτύμβιες στήλες να χρησιμεύουν στην κατασκευή πεζοδρομίων, κτιρίων και στη θέση του νεκροταφείου να χτίζεται η σημερινή πανεπιστημιούπολη του ΑΠΘ.
Η τελευταία αυτή αίθουσα του Μουσείου με συγκλονίζει αλλά και με οδηγεί στην επόμενη στάση μου, ώστε να γνωρίσω τη Σεφαραδίτικη Θεσσαλονίκη. Κατηφορίζω τη Βενιζέλου μέχρι την αγριεμένη θάλασσα. Η υγρασία του Θερμαϊκού «σπάει κόκαλα» αλλά περισσότερο νοιάζομαι για τη σπασμένη μου καρδιά, καθώς στέκομαι μπροστά στο συγκλονιστικό μνημείο του Ολοκαυτώματος στην πλατεία Ελευθερίας. Μοιάζει με δέντρο, ακόμα και οι ντόπιοι το νομίζουν για τέτοιο αλλά παριστάνει την επτάφωτο λυχνία (σύμβολο των Εβραίων) και φλόγες με ένα πλέγμα ανθρώπινων σωμάτων. Η τοποθεσία δεν είναι τυχαία. Εκεί εκτυλίχθηκε μια από τις πιο δραματικές στιγμές της κοινότητας, το «Μαύρο Σάββατο» (Black Sabbath) τον Ιούλη του 1942.
Οι Γερμανοί κατακτητές συγκέντρωσαν 9.000 άντρες τους οποίους κακοποιούν και εξευτελίζουν, την ιερή τους μέρα, υπό την απειλή των όπλων. Πολλοί στάλθηκαν αμέσως σε περιοχές που τις μάστιζε η ελονοσία, όπου δούλευαν δέκα ώρες την ημέρα με πολύ λίγο φαγητό. Ήταν η αρχή του τέλους για την πολυπληθή και προαιώνια παρουσία τους στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας.
Η μνήμη τους, όμως, αν και έγινε προσπάθεια να σβηστεί, δεν ξεγράφτηκε ακόμα και σήμερα. Είναι αποτυπωμένη, χαρακτηριστικά, στα εμβληματικά κτίρια της Σαλονίκης. Περπατώ στις κεντρικές λεωφόρους και θαυμάζω την επιβλητική αρχιτεκτονική τους. Η Συναγωγή των Μοναστηριωτών, η μοναδική που σώθηκε από το Ολοκαύτωμα. Η Στοά Μαλακοπή, με το ρολόι που κοσμεί την όψη του να έχει σταματήσει στις 11:05, την ώρα που ο μεγάλος σεισμός του 1978 χτύπησε την πόλη. Η ρομαντική βίλα Κάζα Μπιάνκα που σήμερα στεγάζει τη Δημοτική Πινακοθήκη. Η μεγαλύτερη και πολυτελέστερη της πόλης, η βίλα Αλλατίνη, στις μέρες μας κεντρικό κτίριο της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας. Η βίλα Μοδιάνο που εδώ και χρόνια δέχεται επισκέπτες ως Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο. Αναρίθμητα τα ιστορικά τοπόσημα που θυμίζουν τη Σεφαραδίτικη Θεσσαλονίκη.
Θαυμάζοντας τη βίλα Μοδιάνο, σκέφτομαι τη διάσημη και πλούσια Σεφαραδίτικη οικογένεια που έδωσε το δικό της χρώμα στη Θεσσαλονίκη της μπελ επόκ. Ήταν γνωστή κυρίως για την Αγορά Μοδιάνο, τη μεγαλύτερη σκεπαστή αγορά τροφίμων της περιοχής. Λέγεται ότι στα εγκαίνια της πριν 100 περίπου χρόνια, η ορχήστρα έπαιζε ως αργά τη νύχτα, οι πλούσιοι απολάμβαναν άφθονη σαμπάνια και χαβιάρι, ενώ οι φτωχοί μόνο ψωμί και τυρί! Μπαίνω μέσα από την κεντρική πύλη με μεγάλη ανυπομονησία. Κι αυτό, γιατί μετά από μια πολυετή ανακαίνιση άνοιξε μόλις πριν λίγες εβδομάδες για το κοινό. Αν και ριζική η ανανέωση, δεν άλλαξαν και πολλά στην ταξική πολυμορφία της αγοράς. Ο επισκέπτης, όπως και πριν έναν αιώνα, ανάλογα το βαλάντιό του μπορεί να απολαύσει σούσι και ντελικατέσεν κρασιά και τυριά αλλά και να ψωνίσει τα απαραίτητα σε παραδοσιακά μανάβικα, ψαράδικα και κρεοπωλεία.
Αρχίζω να νιώθω τα πόδια μου βαριά, το ψιλόβροχο επιμένει. Η μπλε πινακίδα στη γωνία με ενημερώνει: οδός Βασιλίσσης Όλγας. Στο πλάι μου περνούν ασταμάτητα διαφόρων ειδών τροχοφόρα, θορυβώδη και βιαστικά. Βαδίζω σκυφτός. Ξαφνικά, στο υγρό πεζοδρόμιο κάποιες κιτρινωπές πέτρες ξεχωρίζουν στο γκρίζο κατά τα άλλα σκηνικό. Γονατίζω και διαβάζω: «Σιαλώμ Κοέν, τάξη Γ2, δολοφονήθηκε 1943 Άουσβιτς». Και η διπλανή πέτρα και η πιο πίσω το ίδιο μοτίβο. Σηκώνω το βλέμμα μου και μέσα από τα σκουριασμένα κάγκελα διακρίνω το 1ο Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης. Ρωτώ τους διαβάτες αλλά κανείς δεν ξέρει να μου εξηγήσει το περίεργο θέαμα. «Είναι οι Πέτρες της Αλήθειας» μου φωνάζει μια συμπαθητική γριούλα που τόση ώρα με παρατηρούσε από το απέναντι πεζοδρόμιο.
Τη λένε Τασούλα και εδώ και χρόνια, στη συγκεκριμένη γωνία, πουλάει ζαρζαβατικά από το περιβόλι της. «Κάθε μια από αυτές τις μικρές μπρούντζινες πλάκες γράφουν το όνομα ενός εβραίου μαθητή του σχολείου, που στάλθηκε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης», μου αφηγείται. Παιδιά που δεν έκατσαν ποτέ ξανά στο θρανίο τους. 149 πλάκες, η μία πλάι στην άλλη, αναγράφουν ονόματα που μαρτυρούν χαμένη αθωότητα, το τέρας του ναζισμού αλλά και τη ματαιότητα της εξόντωσης ενός ανήλικου παιδιού. Από τα παιδιά αυτά, έξι κατάφεραν να επιζήσουν και μόνο δύο γύρισαν ξανά στην πόλη τους, τη Θεσσαλονίκη…
Η βροχή δυναμώνει και πρέπει να αποχαιρετήσω τη γηραιά αρχόντισσα. Διανύουμε ήδη την πρώτη εβδομάδα της Σαρακοστής. Καθώς περνάω έξω από τον ναό του Αγίου Δημητρίου, προστάτη της πόλης, από τα μεγάφωνα ακούγεται ένα απόσπασμα από τις Πράξεις των Αποστόλων. «…ήλθον είς Θεσσαλονίκην, όπου έν συναγωγή τών Ίουδαίων…». Η Θεσσαλονίκη, μια μητρόπολη, μια πολυπολιτισμική κοινότητα που πάνω της φέρει τα αποτυπώματα της ιστορίας της. Η ρωμαϊκή, βυζαντινή, οθωμανική, εβραϊκή Θεσσαλονίκη. Για την παρουσία της τελευταίας, αν και η μνήμη έχει ξεθωριάσει, το μαρτυρούν οι αρχοντικές επαύλεις, η Σεφαραδίτικη κουζίνα, το άστρο του Δαυίδ στις εναπομείνασες συναγωγές. Κι όπως έγραψε κάποιος σε έναν τοίχο: «Στη μίζερη μνήμη μας πρέπει να χωρέσουμε κάποτε την αληθινή μας ιστορία».