Εκεί που σμίγουν δυο ποτάμια και αδερφώνουν τα νερά / ένα γεφύρι πέτρινο απλώνει τ’ άσπρα του φτερά / Ξέρω τα χέρια που το χτίσανε / τα πόδια που το περπατήσανε. Μ. Γκανάς.

 

Πίσω από τα αγέρωχα ηπειρώτικα βουνά βρίσκεται το σύμπλεγμα των 46 χωριών του Ζαγορίου με τα περίφημα πέτρινα γεφύρια τους, που στεριώσανε με περισσή δεξιοτεχνία οι Ηπειρώτες μάστορες της πέτρας. Διαχρονικά στολίδια της Hπείρου υπενθυμίζουν το πείσμα του ανθρώπου και τον λαμπρό Ζαγορίσιο πολιτισμό, που άκμασε μέσα σε τόσο αντίξοες συνθήκες…

Φορτωμένα με χιόνι, τον χειμώνα συνθέτουν το απόλυτο παραμυθένιο τοπίο. Ένα τοπίο που ήθελα πολύ να το αποθανατίσω…

 

«Να γένω γης να με πατάς, γιοφύρι να διαβαίνεις…»

Η ανάγκη επικοινωνίας ήταν αυτή που ανάγκασε από πολύ παλιά τους Ηπειρώτες να γεφυρώσουν τις χαράδρες, τα φαράγγια και τα νερά των ποταμών που τους έκλειναν τη δίοδο. Θεμελιωμένα σε προεκτάσεις βράχων και βουνών, άλλοτε σε απότομες πλαγιές και δύσβατα μονοπάτια κι άλλοτε στις όχθες των ποταμών, δεν είναι παρά θεαματικά ανθρώπινα δημιουργήματα που διακινούσαν όχι μόνο εμπορεύματα μα και ιδέες, στέριωναν επάνω τους θρύλους, ιδιότυπα δρώμενα αλλά και ιστορικά γεγονότα… Τα γεφύρια δεν περπατήθηκαν μονάχα, τραγουδήθηκαν πολύ από τη δημοτική μας παράδοση, παίρνοντας μάλιστα, συμβολικά και μια αξία αφοσίωσης: «να γένω γης να με πατάς, γιοφύρι να διαβαίνεις…»

Την απόφαση για το χτίσιμο ενός μεγάλου γεφυριού έπρεπε να πάρει ολόκληρο το χωριό και αν δεν υπήρχε βοήθεια από ευεργέτη η δωρητή – Έλληνα ή Τούρκο αξιωματούχο ή ακόμη και κάποιον ηγούμενο μοναστηριού – τότε υποχρεούνταν όλοι να συνεισφέρουν. Αν ήταν δωρεά, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, το γεφύρι έπαιρνε το όνομα του ευεργέτη-δωρητή του. Δεν είναι όμως λίγες οι φορές που την ονομασία του έπαιρνε και από τους ίδιους τους τεχνίτες της πέτρας, τους αρχιμάστορες, που με μοναδική δεξιοτεχνία φτιάξανε κατασκευές, τόσο γερές, που άντεξαν στο διάβα του χρόνου και στη μανία των στοιχείων της φύσης.

 

Πέτρα την πέτρα

Ήταν δύσκολο έργο το χτίσιμο των γεφυριών πόσο μάλλον με τα μέσα της εποχής και συχνά πολλά από αυτά καταστρέφονταν είτε από τη δύναμη του νερού, είτε από κατασκευαστικά λάθη, οπότε αναγκάζονταν να τα φτιάξουν από την αρχή. Βασικό υλικό για το χτίσιμο ήταν η πέτρα που διαλέγονταν μία-μία, διαμορφώνονταν όσο και όπως χρειάζονταν κι έμπαινε στην άκρη, ωσότου γίνει το ξυλότυπο για να αρχίσει το χτίσιμο ταυτόχρονα κι από τις δύο πλευρές και ύστερα το «αντάμωμα» για να «κλειδώσει» ο τρούλος. Το πλάτος του γεφυριού δεν ήταν μεγάλο κι έφτανε συνήθως ώστε να περνά πάνω του ένα ζώο φορτωμένο. Στρώνονταν με καλντερίμι, όπως οι δρόμοι των χωριών, μόνο που οι «ούβιες», οι κάθετες πέτρες που εξείχαν, ώστε να μη γλιστράνε τα ζώα, ήταν πιο πυκνές. Στα πλαϊνά του γεφυριού είχανε πεζούλια ή τοποθετούσαν λεπτές όρθιες πέτρες, 60-70 εκ. ύψος, σαν προστατευτικό κάγκελο, ενώ στις δύο όχθες του γεφυριού συνήθως κάνανε πεζούλια που βοηθούσαν στο φόρτωμα-ξεφόρτωμα ή στο καβαλίκεμα, καθώς πολλοί φοβόταν να περάσουν καβάλα το γεφύρι. 

Οι χτίστες αποκλειστικά των πέτρινων γεφυριών ονομάζονταν «κιουπρουλήδες» (από το τούρκικο: Kopru που σημαίνει γεφύρι). Η εργασία τους αποτελούσε το μοναδικό μέσο συντήρησης των οικογενειών τους, συνεπώς αυτή έπρεπε να προστατευθεί, να παραμείνει δηλαδή γνωστή η τέχνη αποκλειστικά ανάμεσα στην ομάδα, τη συντεχνία, ώστε να μη μαθευτούν τα μυστικά σε πολλούς και διεκδικήσουν περισσότεροι τη δουλειά. Έτσι έφτιαχναν μια συνθηματική επαγγελματική γλώσσα που χρησιμοποιούσαν μεταξύ τους και κρατούσαν μυστική μεταδίδοντας την από γενιά σε γενιά.

 

Τα γεφύρια του Αγίου Μηνά και του Καπετάν Αρκούδα

Ξεκίνησα πολύ πρωί για αυτό το δύσκολο οδοιπορικό στα Ζαγόρια. Έπρεπε να προλάβω τα χιόνια επάνω στα δέντρα, αφού οι πρώτες ακτίνες του ήλιου θα τα έλιωναν. Ήξερα πως ο δρόμος θα ήταν ανοιχτός, τα αποχιονιστικά θα δούλευαν όλη νύχτα εντατικά, ωστόσο χρειαζόταν προσοχή. Πορεία προς την Ελάτη, όπου πλάι σ’ έναν νερόμυλο βρίσκεται το μονότοξο γεφύρι του Αγίου Μηνά. Γεφυρώνει τα νερά ενός παραποτάμου του Βοϊδομάτη, εξυπηρετώντας κυρίως την επικοινωνία της Ελάτης με τα χωριά των Ασπράγγελων και των Κήπων. Για μένα, ωστόσο ένα όνειρο είχε γίνει πραγματικότητα. Νερόμυλος και γεφύρι, σκεπασμένα απ’ τον χιονιά, δημιουργούσαν αντίθεση με τα κρυστάλλινα γαλάζια νερά του ποταμού...

Ανηφορίζοντας προς το Δίλοφο, τον περίφημο παραδοσιακό οικισμό του Ζαγορίου στις πλαγιές της Τύμφης, αναζητώ το μικρό μονότοξο γεφύρι του Καπετάν Αρκούδα. Φορτωμένο με χιόνι, χάνεται σχεδόν μέσα στο κατάλευκο τοπίο που χρωματίζεται με πράσινο από τα νερά του Ξηροποτάμου. Κατασκευάστηκε το 1806 με χρηματοδότηση του Εβραίου Σολομώντα Ματσίλη κι οι αρχικές του ονομασίες ήταν «γεφύρι του Εβραίου» ή «γεφύρι του Ξηροποτάμου». Συχνά, όμως, διάφορα ιστορικά γεγονότα είναι αυτά που τελικά επικρατούν στις ονομασίες των γεφυριών και στο σημείο αυτό, στις 6 Αυγούστου του 1906, ο τουρκικός στρατός σκότωσε τον Σαμαρινιώτη μακεδονομάχο Καπετάν Αρκούδα από τον οποίο το γεφύρι πήρε έκτοτε το όνομά του.

Γεφύρι του Κόκκορου ή Νούτσου

Νότια απ’ το Κουκούλι, λίγο πριν τη διασταύρωση για τους Κήπους βρίσκεται το Γεφύρι του Κόκκορου, ένα από τα πιο γνωστά και πιο πολυφοτωγραφημενα γεφύρια στο Ζαγόρι. Καθόλου άδικα, αφού βρίσκεται χτισμένο σε ένα εμβληματικό τοπίο μες στο Βικάκι, το μικρό κρυμμένο φαράγγι, στην έξοδό του προς το φαράγγι του Βίκου. Χτισμένο σε νευραλγική θέση, το γεφύρι θεμελιώθηκε στο στένεμα της χαράδρας ανάμεσα στις κάθετες και εντυπωσιακές ορθοπλαγιές της, τις οποίες ενώνει με τρόπο αριστοτεχνικό. Όπως αναφέρει ο Κώστας Λαζαρίδης σε βιβλίο του, που εντοπίσαμε στο Λαογραφικό Μουσείο Κουκουλίου, το γεφύρι έχτισε ο προεστός του Βραδέτου Νούτσος Κοντοδήμος, το 1750, γεγονός που σύμφωνα με τον ίδιο επιβεβαιώνει από εντοιχισμένη πλάκα που υπήρχε επάνω του. Το 1768, όμως, ανακατασκευάστηκε από τον Καπεσοβίτη Νούτσο Καραμεσίνη κι αργότερα επισκευάστηκε από τον γιο του Αλέξη Νούτσο, γι’ αυτό και από αρκετούς ονομάζεται «γεφύρι του Νούτσου» ή «γεφύρι του Κυρ Αλέξη». Το 1910 έπαθε σοβαρές ζημιές, οπότε έπρεπε να γίνει συντήρηση, της οποίας τα έξοδα ανέλαβαν τα γειτονικά χωριά αλλά και ο Γρηγόρης Κόκκορος από το Κουκούλι, που ήταν και ο ιδιοκτήτης του γειτονικού μύλου και έκτοτε επικράτησε η ονομασία «του Κόκκορου».

Ένα ιδιότυπο λαϊκό δικαστήριο, θυμάται εδώ ο ηλικιωμένος κυρ’ Θανάσης που συνάντησα στο καφενείο του χωριού: «Εδώ, στου Κόκκορου το γιοφύρι, όχι το σημερινό, το παλαιότερο, ήταν έτσι φτιαγμένο που το χρησιμοποιούσαν για να τιμωρούν τους ζωοκλέφτες. Να πως γινότανε: όταν έναν τον υποψιάζονταν ή τον έπιαναν να κλέβει κι αυτός διαμαρτυρόταν ότι είναι ψέματα, είναι αθώος και τέτοια, τότε του έλεγαν: “Πάρε αυτή τη γίδα, βάλ’ τη στον ώμο και πέρνα από ’δω να πας πέρα. Αλλά να είναι το γιοφύρι πλημμυρισμένο!’’ Αν κατάφερνε και περνούσε με τη γίδα, ήταν αθώος, ήταν απόδειξη. Όσοι όμως πνίγονταν ήταν ένοχοι. Γι’ αυτό και τιμωριούνταν…».

Η μεγάλη του καμάρα έχει άνοιγμα 25 μέτρα και ύψος 11,5 μέτρα, ενώ στο τοιχίο της νότιας πλευράς του υπάρχει διακοσμητικό άνοιγμα (παραθόλι). Στη βόρεια πλευρά του γεφυριού σώζεται μέχρι σήμερα το λίθινο τοιχίο που στήριζε τον υδραύλακα για τη μεταφορά του νερού στον μύλο του Κόκκορου.

 Γεφύρι Καλογερικό ή Πλακίδα

Είναι ένα ακόμη από τα γνωστότερα γεφύρια του Ζαγορίου και το συναντάμε έξω από τους Κήπους, χαμηλά στο ρέμα κατευθυνόμενοι προς Γιάννενα. Με τα τρία του τόξα γεφυρώνει κι αυτό το Βικάκι, αμέσως μετά τη σμίξη του με το Μπαγιώτικο ρέμα. Ένα τοπίο μαγικό, κρυστάλλινο μες στην ασάλευτη σιωπή του χειμώνα. Στο ίδιο σημείο υπήρχε ξύλινο γεφύρι, που το κατασκεύασε ο Νεγαδιώτης Ζώτος Ρούσσης, ξοδεύοντας 14 χιλιάδες γρόσια. Το 1814, ο ηγούμενος του μοναστηριού του Προφήτη Ηλία της Βίτσας, Σεραφείμ, καταβάλλοντας 20 χιλιάδες γρόσια έχτισε το νέο πέτρινο γεφύρι προκειμένου να εξυπηρετεί τον «καλογερικό» νερόμυλο, που διατηρούσε η μονή στο μέρος εκείνο. Το 1865, οι Κουκουλιώτες Αλέξιος και Ανδρέας Πλακίδας το επισκεύασαν ριζικά ξοδεύοντας 21.000 γρόσια. Το 1912 ο Ευγένιος Πλακίδας, γιός του Ανδρέα, συνέχισε το έργο του πατέρα του, συντηρώντας το για ακόμα μια φορά και τοποθετώντας εντοιχισμένες πλάκες προς ανάμνηση της προσφοράς της οικογένειάς του. Το εντυπωσιακό αυτό γεφύρι εξυπηρετούσε τις μετακινήσεις των κατοίκων του Κουκουλίου αλλά και τη μετάβαση από τα γύρω χωριά προς στον καλογερικό μύλο. Το 1977, ήταν να περάσει αμαξωτός δρόμος από το γεφύρι που τελικά σώθηκε εξ’ αιτίας της κινητοποίησης των κατοίκων.

 

Γεφύρι Κοντοδήμου ή ΛαζαρίδηΤοπίο άγριο, ανάμεσα στις στέρεες, βραχώδεις ορθοπλαγιές του στενού περάσματος και τα ορμητικά νερά του ποταμού που διατρέχει το Βικάκι, λίγο πριν συναντηθεί με το Μπαγιώτικο ρέμα. Το μονότοξο αυτό γεφύρι βρίσκεται κάτω από τους Κήπους και χτίστηκε το 1753 με δωρεά του διερμηνέα Τόλη Κοντοδήμου από το Βραδέτο. Το δεύτερο όνομα, «Λαζαρίδη», οφείλει στον ιδιοκτήτη του γειτονικού νερόμυλου τα ερείπια του οποίου

υπάρχουν ακόμα, μαζί με την μικρή υδατογέφυρα που εφοδίαζε τον μύλο με νερό. Πολύ δύσβατο και κακοτράχαλο σημείο, προκειμένου να εξασφαλιστεί η πρόσβαση, δημιουργήθηκαν διάδρομοι παράλληλα με το ρέμα, που στηρίχθηκαν πάνω σε πέτρινα τοιχία. Ο πελώριος βράχος, που ορθώνεται επιβλητικά από πάνω, ονομάζεται Κάντηλα εξαιτίας ενός θρύλου που ήθελε κάθε χρόνο, παραμονή των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης να εμφανίζεται ένα τεράστιο καντήλι που κρεμόταν από τον βράχο πάνω από το γεφύρι. Εδώ, καταλήγει και η σκάλα του Κουκουλίου που έχει λαξευτεί πάνω στην απότομη πλαγιά, διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση και εξασφαλίζει την πρόσβαση στο γεφύρι με αφετηρία το Κουκούλι, ενώ συνδέεται επίσης με το Καπέσοβο και το Βραδέτο. Σκάλα και γεφύρι οδηγούν στους πανέμορφους Κήπους με τον ίδιο τρόπο που εξασφάλιζαν κάποτε την επικοινωνία μεταξύ όλων αυτών των χωριών.

 

Γεφύρι Πετσιώνη

Το γεφύρι του Πετσιώνη χτίστηκε επάνω στο Μπαγιώτικο ρέμα ανατολικά των Κήπων (Μπάγια). Μας οδηγεί σ’ αυτό ένας μικρός χωματόδρομος έξω από το χωριό καθώς κατευθυνόμαστε προς Νεγάδες. Τα πυκνά, πανύψηλα δέντρα σκύβουν επάνω στο γεφύρι με τα λευκά, γυμνά κλαδιά τους σαν κάτι να του ψιθυρίζουν. Είναι τόσο οργιώδης η γύρω βλάστηση που καταφέρνει να κρύψει το τεράστιο μέγεθός του, που φτάνει τα 45 μέτρα ύψος! Το γεφύρι κατασκεύασε, το 1830, ο Θεόδωρος Πετσιώνης από το Δίλοφο, ο οποίος διέθεσε στην κοινότητα των Κήπων και 1200 γρόσια για την ετήσια επισκευή του. Ο θρύλος, μάλιστα, λέει πως ο Πετσιώνης το έχτισε, επειδή κάποιο βράδυ που γυρνούσε στο χωριό του από τη Βλαχιά πήγε να πνιγεί στο ποτάμι που είχε φουσκώσει από τις πολλές βροχές. Το μεγάλο αυτό μονότοξο γεφύρι εξυπηρετούσε όσους ήθελαν να μετακινηθούν από τους Νεγάδες και τους Φραγγάδες προς το Δίλοφο και τα Γιάννενα.

 

Γεφύρι του Μύλου

Νοτιότερα, επάνω στο Μπαγιώτικο ρέμα, περίπου ένα χιλιόμετρο πριν συναντήσει τον Βίκο, το χαμηλό δίτοξο γεφύρι του Μύλου «σκύβει», θαρρείς, επάνω του σαν σώμα γυμνό. Το τοπίο εδώ ανοίγει, μοιάζει να ημερεύει… Ένας θρύλος, όμως, συνοδεύει ολόκληρο το Ζαγόρι πως όποια γυναίκα, ατυχώντας, γεννούσε το παιδί της πεθαμένο, αφού κατέβαινε στο πιο κοντινό ποτάμι, έσπρωχνε μέσα στα νερά από την κορυφή της καμάρας κάποιου γεφυριού μία ή περισσότερες «αρκάδες» του, τις όρθιες πέτρες που ασφάλιζαν τον διάδρομο διάβασης. Το γεγονός αυτό δεν ήταν τυχαίο, αφού στο ασυνείδητό των ανθρώπων της εποχής ο ποταμός είχε καταγραφεί από την αρχαιότητα ως ο προστάτης της ευγονίας. Πετροβολούσε λοιπόν το ποτάμι, αναζητώντας εκδίκηση επειδή την είχε αδικήσει… Ήταν τέτοιες οι συνέπειες τούτης της πράξης που πολλά γεφύρια της περιοχής κυριολεκτικά …ξεδοντιάστηκαν. Ένα τέτοιο γεφύρι λέγεται πως είναι και το γεφύρι των Μύλων – εντελώς γυμνό από τις προστατευτικές του «αρκάδες». Το γεφύρι, χτίστηκε το 1748 και η ονομασία του οφείλεται στον εκκλησιαστικό μύλο που υπάρχει δίπλα. Αποτελείται από δύο μεγάλες καμάρες και μια ψευτοκαμάρα και διευκόλυνε τους κατοίκους των Κήπων αλλά και τους παλιούς διαβάτες προς τα Γιάννενα που  «έκοβαν» από τον δρόμο της Γκασούρας.

 

Εκεί που σμίγουν δυο ποτάμια…

Δύο ακόμη μονότοξα γεφύρια γεφυρώνουν το Μπαγιώτικο ρέμα, το γεφύρι της Ντόβρης έξω απ’ τους Φραγκάδες και το γεφύρι του Μύρισι κρυμμένο στους Νεγάδες εξυπηρετούσαν τη διάβαση από τους Κήπους προς το Δίκορφο ή την Ελάτη και τα Γιάννενα. Για να φτάσεις  βέβαια ως εδώ έπρεπε να διασχίσεις μια διαδρομή 45 λεπτών μέσα στο δάσος με 20 πόντους χιόνι! Όσο προχωρούσα το χιόνι πύκνωνε ακόμη πιο πολύ, είχε τυλίξει τα πάντα, τα δέντρα τσακισμένα από το βάρος του... Το γεφύρι της Ντόβρης, ντυμένο στο λευκό του πέπλο φάνταζε με πίνακα ζωγραφικής. Στα σύνορα με το Ανατολικό Ζαγόρι, το πολύτοξο γεφύρι του Καμπέρ Αγά πήρε το όνομα του ευεργέτη του που ήταν γνωστός για τις πολλές αγαθοεργίες του. Ήταν τόσο κομβικό το σημείο για τις μετακινήσεις όλου του Κεντρικού και Ανατολικού Ζαγορίου προς τα Γιάννενα που μέχρι και χάνι υπήρχε εκεί κοντά για να εξυπηρετεί τους διαβάτες της περιοχής…

Εξήντα είναι σήμερα τα γεφύρια στο Ζαγόρι κι είναι αδύνατον να χωρέσουν σε ένα οδοιπορικό πόσο μάλλον μες στην παγωνιά του χειμώνα. Παρά τις όποιες δυσκολίες, το διάφανα, σιωπηρά τοπία των φαραγγιών, ντυμένα στα λευκά είναι κάτι το απίστευτο. Το ίδιο και τα ζαγορίσια γεφύρια που στέκουν ακόμη αγέρωχα, εμποτισμένα με το πείσμα και τη λάσπη των αιώνων. Γερά στεριωμένα, σε γη και εποχές δύσκολες, συνδέσαν ρέματα και ποταμούς, στεριώσανε πολιτισμούς, γεφύρωσαν άνθρωπο και φύση…

 

Προτάσεις

0
Shares

Σας αρέσει το site μας?

Ακολουθήστε μας στα social και δεν θα το μετανιώσετε...

0
Shares