Καρναβάλι

Αντί Επάθλου 136

Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε µία χώρα. Ήταν µια όµορφη χώρα, κυρίως επειδή είχε άπλετη ηλιοφάνεια και ψηλά βουνά, γύρω γύρω βρεχόταν από θάλασσα κι είχε αµέτρητα νησιά, σαν κάποιο θεϊκό χέρι να ήθελε να τη σπάσει σε χίλια κοµµάτια. Το ίδιο χέρι φαίνεται πως την είχε τοποθετήσει σε απόλυτα νευραλγικό σηµείο-πέρασµα ανάµεσα σ’ Ανατολή και ∆ύση, µα παρά όλα αυτά, που τόσο απλόχερα της δόθηκαν, παρά την οµορφιά και την πλούσια ιστορία της, που η ίδια είχε κατακτήσει, παρέµενε µια χωρά φτωχή στο διηνεκές.

Ακούγονται κοµµάτι παράδοξα ολ’ αυτά, µα στη χώρα αυτή, το παράδοξο φαίνεται πως βασίλευε για καιρό. Για παράδειγµα, ενώ αισθανόταν πολύ περήφανη για το ένδοξο – πολύ µακρινό – παρελθόν της, ελάχιστα το γνώριζε και καθόλου δεν είχε σχέση µε αυτό. Στη χώρα αυτή βασίλευε η διαφθορά, το βόλεµα, η µετριότητα κι η αδιαφορία. ∆εν υπήρχε ίχνος (αυτό)σεβασµού, αξιοκρατίας και βέβαια ευθύνης – µπέσα καµιά. Μια χώρα που νοιαζόταν τόσο πολύ για το φαίνεσθαι, που όλα τα αυτονόητα είχαν καταργηθεί και η ουσία φάνταζε κάτι το µακρινό και το ασύλληπτο. Μια χούφτα άνθρωποι έξυπνοι, φιλότιµοι και καλλιεργηµένοι είχαν κουραστεί κάθε τρεις και λίγο να βλέπουν τους συµπολίτες τους να πέφτουν από τα σύννεφα – όχι δεν γίνεται να συµβαίνει σε ‘µας…

Η χώρα, που λέτε, είχε πάρει από καιρό τον µεγάλο κατήφορο, για τον οποίο ευθύνονταν ο προηγηθείσας µεγάλος περίδροµος όσων οι ίδιοι οι πολίτες επέλεγαν – και µάλιστα κατά συρροή – δήθεν να την υπηρετούν. Χώρα νοοτροπίας κάκιστης που δεν

ενδιαφέρεται, δεν ελέγχει, δεν φροντίζει και δεν συντηρεί. Τα πάντα σ’ αυτήν τη χώρα έµοιαζαν αφηµένα στα εφτά κακά της µοίρας τους. Μια χώρα υποβαθµισµένη, στο έλεος επίδοξων καιροσκόπων που πουλούσαν φούµαρα για µεταξωτές κορδέλες, πάντα κατά το συµφέρον τους που ήταν να γεµίσουν τις τσέπες τους αµέτρητα λεφτά. Τόσο που ‘χε συνηθίσει πια το ψέµα και την υποκρισία, που τα φορούσε δεύτερο ρούχο της, η χώρα αυτή του βασιλιά καρνάβαλου που παρέλαυνε, χρόνια τώρα, γυµνός µα κανείς δεν το έβλεπε· ή έκανε πως δεν το έβλεπε. Χώρα για πούληµα κι ήδη ξεπουληµένη, χώρα αρίστων αχρήστων, χωρίς φωνή να πει: ο βασιλιάς είναι γυµνός.

Ναι, η χώρα φαίνεται πως εθελοτυφλούσε µπροστά στη φτήνια και τη γύµνια της εξουσίας, ώστε ελάχιστα να υψώνει τη φωνή της απέναντι στην αδικία, την κατάχρηση και την αλαζονεία της, χώρα βολεµένη που διψούσε για αίµα στις ειδήσεις των οχτώ. Χώρα σε βαθιά ηθική σήψη, χώρα-ο µεγάλος κλαυσίγελος και χώρα τρύπια µε πηγάδι άπατο. Χώρα-σακί, ανδρείκελο στα χέρια του κάθε τυχάρπαστου, άσχετου, ρουσφετοποιηµένου και χώρα-µαφία για εκείνους που µπορούν. Χώρα-µπάχαλο και χώρα µεγαλοαπατεώνων που της φταίνε οι γύφτοι, οι µπαχαλάκηδες και οι πτωχοί απ’ όπου κι αν προέρχονται. Χώρα µε απύθµενο λεκτικό πλούτο που ακόµη και οι λέξεις ωχριούν να περιγράψουν την κατάσταση στην οποία είχε αφεθεί να περιέλθει· η χώρα κάποτε των ποιητών, των Αγωνιστών και των µεγάλων οραµατιστών που η ίδια αυτή η χώρα τους κατάπιε.

Χώρα τελευταία σε όλα. Τελευταία στη ∆ικαιοσύνη – η υποµονή είναι αρετή (και τα λεφτά, βεβαίως βεβαίως) – και τρέχα να βρεις το δίκιο σου άµοιρε συµπολίτη. Τελευταία στην ελευθερία του Τύπου, χαµηλότερη ακόµα κι από χώρες, όπως η Μποτσουάνα και η Μογγολία που δεν θα γνωρίσουµε ποτέ, αφού τα επιδόµατα δεν φτάνουν ούτε για στραγάλια. Χώρα αστυνοµευόµενης δηµοκρατίας, ασυνόδευτων προσφυγόπουλων και κοµµατικών συµφερόντων: «οι θεσµοί βρίσκονται υπό πίεση» σηµείωσε χαρακτηριστικά η επικεφαλής της Επιτροπής στην πρωτεύουσα της χώρας.

Της χώρας της ψηφιακής διακυβέρνησης µε τα εγκαταλειµµένα νοσοκοµεία και τον σιδηρόδροµο που λειτουργεί άνευ σηµάνσεως και τηλεδιοίκησης, της χώρας των εποχικών πυροσβεστών που παλεύουν µ’ απαρχαιωµένα µέσα – εδώ το µεγάλο φαγοπότι και «ωχ αδερφέ, πιάσε έναν φραπέ». Χώρα-αξιοθέατο σε τουριστικό λεωφορείο – ναι, ήθελε και τον τουρισµό η χώρα αυτή η ανάλγητη, των πληµµυρών, των καµένων δασών και των ανθρώπων, χώρα-νάρκισσος µα και χώρα θρησκευόµενη – δίχως ιερό και δίχως όσιο – χώρα, βεβαίως, και µε πρωτιές. Πρώτη στην ανεργία των νέων, πρώτη στα σιδηροδροµικά ατυχήµατα, πρώτη και στους θανάτους από κόβιντ: «θα σας εξαφανίσοµεν» – κούφια η (χ)ώρα – και ζωή σε µας. Τι να φταίει άραγε και οδηγούµαστε σε τέτοιες τραγωδίες; Φταίει ο κακός µας ο καιρός ή που εδώ έχει πάντα ήλιο; Πάνε τα παιδάκια κατά τα λοιπά. Να δεις που τελικά είχε δίκιο εκείνος ο παπάς πως φταίει το καρναβάλι. Και το καρναβάλι είµαστε εµείς.

Προτάσεις

0
Shares

Σας αρέσει το site μας?

Ακολουθήστε μας στα social και δεν θα το μετανιώσετε...

0
Shares