Από Νοέμβρη μέχρι και Γενάρη, οι άμβυκες φορτώνονται με ξύλα και τα «νεμπικαριά» μεταμορφώνονται σε άτυπες εστίες συνάθροισης για τους κατοίκους των απομακρυσμένων αυτών χωριών, όπου συχνά δεν συναντάς ούτ’ ένα καφενείο. Σούμα, το λοιπόν, για να ζεσταθείς, ν’ αλλάξεις δυο κουβέντες πλάι στο καζάνι συνοδεία του απαραίτητου μεζέ και κάποτε μεγάλα γλέντια, οι λεγόμενες «καθισιές», με
όργανα, χορό και φαγοπότι. Κι αργότερα, σούμα παγωμένη να ξεκουμπώνουν τα νοήματα καθώς δροσίζονται από τα καλοκαίρια. Κάπως έτσι, το περίφημο απόσταγμα αποκτά για το νησί χαρακτήρα ιεροτελεστίας. Το ραντεβού δόθηκε στο «νεμπικαριό» του Κώστα Ρυμική στ’ Αγιάσματα, τον βορειότερο οικισμό του νησιού που μοιράζονται η Κέραμος και τα Λεπτόποδα – το άγνωστό σε πολλούς και ωραιότερο για κάποιους χωριό της Χίου! Το στοίχημα για μένα ήταν να αντικρύσω το οικείο με την καινούρια ματιά του ταξιδευτή, σκεφτόμουν καθώς ανηφορίζαμε τις χαρακτηριστικές στροφές του Αίπους. Παρέα μου ο Κώστας Μάγκος, σπηλαιοεξερευνητής και φυσιοδίφης, θα μοιραστεί τις γνώσεις και την αγάπη του για τον τόπο. Έπειτα από τα γυμνά οροπέδια με την κατάλευκη πέτρα που λαμποκοπά κάτω από τον απέραντο ουρανό, θα προσπεράσουμε τη Βολισσό, το πανέμορφο κεφαλοχώρι της Αμανής, και θα τραβήξουμε ακόμη βορειότερα…
Παλαιά Ποταμιά
Μικρή-μεγάλη στάση στην Παλαιά Ποταμιά, ένα από τα χωριά «φαντάσματα του νησιού», το πιο ιδιαίτερο, ίσως, μαζί με τον περίφημο Ανάβατο. Βρίσκεται χτισμένο μέσα σε μια δασωμένη χαράδρα κι ο θρύλος θέλει τους κατοίκους του να το εγκαταλείπουν εν μια νυκτί χτίζοντας παραδίπλα, την προσήλια Νέα Ποταμιά. Ο ήλιος έβλεπε για δύο μόνο ώρες το χωριό στο βάθος αυτής της απόκρημνης χαράδρας κι οι κάτοικοι αρρώσταιναν από φυματίωση... Ένα με το βουνό, τα πέτρινα ερειπωμένα σπιτάκια της σχεδόν δεν ξεχωρίζουν από μακριά. «Πέτρα βουβή στο βορινό…» μου έρχεται αναπόφευκτα στο νου, η ποιητική Βάθεια της Μάνης και της Αλεξίας Τούλιου… Κάτι κοινό ψυχανεμίζομαι στα δυο χωριά, αφού κι εδώ, εντός των σπιτιών, βλέπεις ακόμη έπιπλα και αντικείμενα παρατημένα, τον απόηχο μιας παρουσίας μες στην ανθρώπινη σιωπή του δασωμένου τοπίου. Και όμως – τι έκπληξη! – στην αυλή του Αγίου Αντωνίου ξαποσταίνουν τέσσερις ακόμη επισκέπτες… «Ετοιμάζεται να ανοίξει ταβέρνα» θα μου πει αργότερα ο Κώστας Ρυμικής μέσα στο καζαναριό του στ’ Αγιάσματα, την «Κάβα Ρυμική», όπως με πνεύμα την αποκαλεί…
«Κάβα Ρυμική» στ’ Αγιάσματα
Θα τον συναντήσουμε ανάμεσα στα δεκάδες πλαστικά δοχεία με το μίγμα της απόσταξης: νερό, σύκα ξέρα, μαγιά ή λίγο σταφύλι για τη ζύμωση. Πρόσωπα αναψοκοκκινισμένα, μάτια που γελούν, «πιείτε μια σουμίτσα να ζεσταθείτε». Μαζί ο απαραίτητος μεζές – χιώτικη κοπανιστή και Βολισιανό πικάντικο τυράκι, ελιές πράσινες τσακιστές γινωμένες στο αλάτι και τον μάραθο, ντόπια ντομάτα κι άνυδρες τηγανητές πατάτες. «Kazan Arena - Covid free» διαβάζω στην αυτοσχέδια ταμπέλα και πως η χρήση μάσκας ΔΕΝ είναι απαραίτητη. Όλα τα απαραίτητα άλλωστε τα έχει: μια πρόχειρη κουζίνα με γκάζι, ραδιόφωνο, κάρβουνα, ο αχώριστός του Τζίμης κι ένα μεγάλο τραπέζι για τους φίλους που τον επισκέπτονται απ’ όλο το νησί ακόμη κι αν πρέπει να διανύσουν 58 χλμ. από τη Χώρα προκειμένου να ‘ρθουν ως εδώ. Εφτά ήταν μέχρι πρόσφατα τα καζάνια σε ολόκληρη την Αμανή μα σήμερα απέμειναν μόνο τρία: «τρεις φορές πάνω πήραν οι άδειες», θα μου πει κι είναι πλέον ασύμφορη για τους αποσταγματοποιούς η όλη διαδικασία πόσο μάλλον, αφού απαγορεύεται να πληρωθούν με χρήματα παρά μόνο με ποσοστό από την καζανιά. Δίπλα από το καζαναριό του, ο Ρυμικής διατηρεί ενοικιαζόμενα δωμάτια, ένα από τα δυο – όλα κι όλα – καταλύματα των Αγιασμάτων κι εξυπηρετούν τους λουόμενους στα ιαματικά λουτρά. Σε απόσταση 16 χλμ. από τη Βολισσό τ’ Αγιάσματα σε γοητεύουν. Το μέρος έχει κάτι αλλόκοτα απρόσμενο κι απόκοσμο μαζί. Μ’ αυτή την πάντα φουρτουνιασμένη θάλασσα στο μάτι του Βοριά, το μονοπατάκι για τις θερμές πηγές που περνά ανάμεσα από εγκαταλειμμένες κάμαρες και καφενέδες με παράθυρα στο κύμα, είναι βγαλμένο από αλλού. Εδώ κι η ταβέρνα της πάντα πρόθυμης και χαμογελαστής Μαρίας που ακούραστα σερβίρει τους επισκέπτες της όλο το καλοκαίρι. Κουνέλι στιφάδο και γίδα κοκκινιστή με «χερίσια» μακαρόνια οι σπεσιαλιτέ της. Από την άλλη πλευρά η «Σκάλα», το καφενείο όπου θα κάτσεις για μια σούμα κι ένα μεζεδάκι – λίγη ντομάτα με κοπανιστή, ελιές και κοπανιστοπιτάκια – ό,τι πρέπει μετά από ένα ζεστό λουτρό στην ατομική μπανιέρα κι ένα ποτήρι νερό που θα σου προσφέρει η φιλόξενη Γεωργία στην ανακαινισμένη σάλα των λουτρών. Λειτουργούν μέχρι το τέλος του Οκτώβρη και φέτος απέκτησαν κι ένα υπερσύγχρονο τζακούζι μεταθέτοντας σε άλλο επίπεδο την όλη εμπειρία. Όταν δεν έχει κύμα είναι υπεραρκετό να βάλεις τα πόδια σου μέσα στον λάκκο που έχει ανοιχτεί στη μαύρη ηφαιστειακή πέτρα της ακροθαλασσιάς, όπου μαζεύεται το λιγοστό νερό που υπερχειλίζει απ’ την πηγή ή να χωθείς ολόκληρος μες στη ζεστασιά του…
Στου Μάμα στα Αφροδίσια
Ένα με τον βράχο, το πλίθινο αποστακτήριο του γηραιότερου κύριου Μάμα Σιταρά στα Αφροδίσια είναι ό,τι πιο αυθεντικό συναντήσαμε. Τέσσερις κατοίκους έχει όλους κι όλους το χωριό που αγναντεύει τις κορυφογραμμές του Πελιναίου και μας υποδέχονται άπαντες στο καζαναριό παρέα με γλυκά κεράσματα – χιώτικα μανταρινοπιτάκια και βουτήματα. Πως αλλιώς, αφού οι τρεις είναι γυναίκες! Μαζί τους ακόμη δύο κυρίες έχουν έρθει από τη Βολισσό για την «πρωτιά» (ένα-δύο λίτρα από το «πρωτόβγαλαμα» του καζανιού), το λεγόμενο ξυλόπνευμα με πολύ υψηλή περιεκτικότητα αλκοόλ, ό,τι πρέπει δηλαδή για εντριβές! Θα μου πουν πως «δεν το αλλάζουν με τίποτα» και πως την υπόλοιπη σούμα θα τη δωρίσουν σε φίλους και γνωστούς ως κάτι χειροποίητο από τον τόπο, «έχει άλλη αξία». Μα και βέβαια. Φτιαγμένη απ’ τις τις συκιές του χωραφιού, τα σύκα που πέσανε στο χώμα κι άλλα που αποξηράθηκαν αφημένα για μέρες στον ήλιο και τον αέρα, απ’ το μεράκι του ποτοποιού και τον ιδρώτα του Μάμα, που ακούραστα κι επιδέξια αλλάζει τις καζανιές· ανοίγει, δηλαδή, και πλένει το καζάνι με άφθονο νερό προσθέτοντας, έπειτα, το περιεχόμενο από το καινούριο βαρέλι. «Απόσταξη μπορείς να πάρεις από όλα τα φρούτα, εδώ είχαμε περίσσια σύκων», θα μου πει ο κύριος Μάμας κι εγώ πάνω από κάθε βαρέλι να παίρνω τ’ αρώματα απ’ το εκάστοτε χαρμάνι. Κατά βούληση, στο μίγμα προστίθενται διάφορα ακόμη φρούτα – κυδώνια, μανταρίνια, μήλα και «κουντουρούδια» από τις άφθονες χαρουπιές αλλά και αρωματικά όπως γλυκάνισο και – τι άλλο από – μαστίχα, πάντα με φειδώ, ώστε να μην πικρίσει. «Αυτό που θα δώσεις, αυτό θα πάρεις», μου ‘χε πει νωρίτερα ο Ρυμικής για τη «σούμα», το σύνολο δηλαδή όλων αυτών των ζυμωμένων φρούτων και αρωμάτων με πρωτεργάτη το σύκο που συναντάμε αποκλειστικά στη Χίο και τη γειτονική Σάμο. Σούμα με γλυκάνισο στα Βορειόχωρα αποκλείεται, βέβαια, να συναντήσεις. Αποτελεί συνήθεια στα Νοτιόχωρα του νησιού και δίνει ένα σαφώς πιο «βαρύ» αποτέλεσμα στο ήδη έντονο άρωμα του σύκου. Πίσω από το καζάνι πέφτουν τα βρασμένα σύκα που τρώνε τα ζώα και αποτελούν το τέλειο λίπασμα για τα χωράφια. Τίποτα δεν πάει χαμένο… Δεν λείπουν οι ιστορίες από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας και αργότερα, απ’ την ποτοαπαγόρευση του Μεταξά, όταν τα καζάνια λειτουργούσαν παράνομα πλάι στα ποτάμια χρησιμοποιώντας το νερό τους για την ψύξη. Μια ζωντανή βιωματική ιστορία, κομμάτι της λαογραφίας του εκάστοτε τόπου που πρέπει να αντέξει… Πόσα λίτρα σούμας να ‘χουν ταξιδέψει άραγε ανά τις ηπείρους περνώντας τα τελωνεία του κόσμου ως «Holy water» δηλαδή Αγίασμα…
Πυραμά
Η Πυραμά είναι το τρίτο χωριό που μας υποδέχεται με τ’ αρώματα της σούμας και τον νεότερο Νίκο Χειλά που αποστάζει μέσα στο παλιό πέτρινο οινοποιείο του παππού του. Η οινοποίηση είναι παλιά ιστορία για τους Χιώτες που σε αυτά εδώ τα μέρη παρήγαγαν τον περίφημο Αριούσιο, ένα από τα πιο ακριβά και περιζήτητα κρασιά της αρχαιότητας. Τον βρήκαμε, απέναντι από το ανακαινισμένο καφεπαντοπωλείο του χωριού, ν’ αποστάζει χρησιμοποιώντας για την υγροποίηση την παραδοσιακή δεξαμενή ψύξης. Μ’ ένα γραδόμετρο μετρά τα γράδα κι επιλέγει την επιθυμητή «καρδιά» του μαγικού αυτού ποτού, που απευθύνεται σε έμπειρους και υπεύθυνους πότες. Κι αυτό επειδή οι τελικοί αλκοολικοί βαθμοί της σούμας κυμαίνονται στα 60-70% ξεπερνώντας κατά πολύ τα υπόλοιπα αποστάγματα. Κι εδώ βρίσκεται η μαεστρία του κάθε αποσταγματοποιού. Πόσο θα πετάξει από την «κεφαλή» και την «ουρά» και πόσο θα κρατήσει από το βασικό συστατικό, δηλαδή την «καρδιά» του προϊόντος. Δίπλα ακριβώς από το καζαναριό του Νίκου, το «Κέντρο Χαράς», όπου γίνονται τα γλέντια του χωριού, οι γάμοι και τα πανηγύρια του. Θα κεραστούμε «λειψούτες», τηγανίτες με νερό κι αλεύρι, ένας ταπεινός μεζές, που παραδοσιακά συνόδευε το καζάνισμα της σούμας στην Πυραμά. «Ο καθένας έφερνε ό,τι είχε. Άλλος σύκα, άλλος καρύδια, αμύγδαλα, κάνα ψάρι που ‘χε πιάσει και στηνότανε το γλέντι…»
Λεπτόποδα
Ένα τέτοιο γλέντι ετοιμάζει και απόψε το βράδυ η παρέα στην Πυραμά, είμαστε όμως καλεσμένοι πίσω στα Αγιάσματα, όπου μας περιμένει ο Ρυμικής ν’ ανάψει τα κάρβουνα και να ψήσει τα κοψίδια. Στην παρέα ο Στέφανος Παγιάβλας, ο δραστήριος πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Λεπτοπόδων και ο Νίκος με τη γυναίκα του, οι καινούριοι και οι νεότεροι κάτοικοι του χωριού, που τόσο πολύ έχω αγαπήσει. Μαζί με τον Ρυμική, τη σύζυγο και τη μητέρα του είναι όλοι κι όλοι του οι κάτοικοι! Ο λόγος, φυσικά, για τα Λεπτόποδα. Τι να σας πρωτοπώ; Για τη θέση τους ανάμεσα στις δασωμένες ρεματιές; Τα πλακόστρωτα θολωτά του στενά με τις τοξωτές εισόδους και την αρχιτεκτονική τους που ανάγεται στον 15ο αιώνα; Για τις φροντισμένες τους αυλές – γεμάτες ροδιές, βασιλικούς, πολύχρωμα γεράνια και «σκυλάκια» – μια πανδαισία από χρώματα με θέα ως τη θάλασσα των Αγιασμάτων; Για το «Δέντρο της Γνώσης» με τα τοπωνύμια του χωριού που ‘στησε μπροστά από τον μεγαλόπρεπο ναό της Παναγιάς ο γλύπτης Γ. Κανέλλος; Ή μήπως για τον «Έμπολο», το κουκλίστικο κοινοτικό καφενείο στο πλατεάκι κάτω απ’ τις κληματαριές; Ό,τι και να σας πω θα ‘ναι λίγο! «Καλωσορίσατε», μας υποδέχεται το επόμενο πρωί το πανέμορφο χωριό μαζί με ένα ζωγραφιστό παλιό καζάνι, από κείνα που σφραγίζονταν με λάσπη, πηλό από χώμα ή σταχτόνερο. Ο Ρυμικής κατάφερε κι έσωσε το μισό και το ‘χει στολισμένο στον τοίχο του νεμπικαριού του. «Θα το φέρω εδώ», θα μου πει καθώς μας ξεναγεί στο Λαογραφικό Μουσείο του χωριού κι ευτυχώς για μένα όση σούμα και να πιεις αποβραδίς, το πρωί ξυπνάς καλά, με καθαρό το κεφάλι! Από το 2006, με πρωτοβουλία και χορηγία του, διαμόρφωσε με τους κατοίκους του χωριού το λιτό και σύγχρονο αυτό μουσειάκι, ενώ με πάθος μας μιλά για το απέναντι ερειπωμένο κτίριο, όπου οραματίζεται να φτιάξει ένα κελάρι. Όσο για τον «Έμπολο»; «Τα βράδια ζευγάρια έρχονται κι ανοίγουν την ξυλόσομπα και την περνάνε φίνα – ξέρεις πόσο το χαίρομαι;», μου λέει για τον χώρο που διέθεσε και διαμόρφωσε ο ίδιος έντεκα χρόνια πριν, ώστε ο επισκέπτης να ‘χει κάπου να κάτσει, να φτιάξει έναν καφέ, να πιει μια σούμα και ν’ αφήσει ό,τι επιθυμεί στον κουμπαρά απ’ όπου καλύπτονται τα έξοδα του αυτοδιαχειριζόμενου καφενείου. «Τον αγαπώ τον τόπο μου, ρε παιδιά, πως να σας το πω;»
Στη Γιορτή της Σούμας
Για κάποιους ο «Έμπολος» είναι λόγος να επισκεφθούν τα Λεπτόποδα. Για κάποιους άλλους λόγος είναι η περίφημη «Γιορτή της Σούμας», ένα ημερήσιο πανηγύρι που διοργανώνει ο Πολιτιστικός Σύλλογος του χωριού το τελευταίο Σαββατοκύριακο του Αυγούστου παρέα με δωρεάν μεζέ. Εδώ κερνά όλη του τη σούμα ο Ρυμικής! Τα όργανα στήνονται στην κληματαριά και γύρω γίνεται το… «έλα να δεις», με τον κόσμο να χορεύει παντού, στα στενά, στις σκάλες, στα μπλακόνια και στις ταράτσες των σπιτιών. Κάπου εδώ ανασηκώνω το βλέμμα και συνδέομαι μ’ εκείνο το κορίτσι που χόρευε ασταμάτητα στο απέναντι ταρατσάκι, το καλοκαίρι του 2019, στην τελευταία ως σήμερα Γιορτή Σούμας στα Λεπτόποδα της Χίου. «Με ρέγουλα παιδιά, η σούμα τελειώνει» και «προσοχή στον δρόμο!», φώναζε απ’ τα μικρόφωνα ο Ρυμικής, τον χαβά μας εμείς, χορός μέχρι τελικής πτώσεως μ’ ένα σφηνάκι σούμα από τη μια κι ένα μπουκάλι «Αριούσιο» από την άλλη… Κι ουδέποτε το μετανιώσαμε. «Μέχρι επάνω στο καζάνι χορεύανε!», θα μου πει στο τηλέφωνο για την καθισιά που οργάνωσε 3 του Δεκέμβρη στο νεμπικαριό του στ’ Αγιάσματα. Συμπέρασμα; Να μεθάμε, φίλοι. Από σούμα, από κρασί κι από χορό, από έρωτα, από ομορφιά κι από ποίηση. Επειδή ποτέ δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει…
Αξίζει να γνωρίζουμε:
Στον φιδωτό δρόμο πριν τη διασταύρωση για τα Λεπτόποδα και τα Αγιάσματα βρίσκονται διάσπαρτα τα απομεινάρια των Μεταλλείων Αντιμονίου Κεράμου. Λειτούργησαν από το 1897 μέχρι το 1910 από γαλλική εταιρία και από το 1947 μέχρι το 1955 από τον όμιλο Μποδοσάκη. Πρόκειται για ένα ανοιχτό κι ανεκμετάλλευτο ως τώρα βιομηχανικό μουσείο, όπου ο χρόνος μοιάζει να έχει παγώσει. Παρά τη φθορά, το τοπίο φαντάζει παραμυθένιο, πόσο μάλλον τώρα που ντύθηκε στα φθινοπωρινά. Ένα παραμύθι χωρίς «χάπι εντ», όπως αντιλαμβάνεται κανείς από το κενοτάφιο, που έφτιαξε πλάι στο παλιό νεκροταφείο ο Εκπολιτιστικός Σύλλογος Κεράμου «ως ένδειξη σεβασμού και αγάπης για τους συγχωριανούς μας, που έχασαν τη ζωή τους από την οικονομική απληστία της εταιρίας και την αδράνεια της πολιτείας» όπως χαρακτηριστικά σημειώνουν. Αξίζει τον κόπο να κατεβείτε από το αμάξι και να περιηγηθείτε στα εγκαταλειμμένα σπιτάκια, που στέγαζαν τα γραφεία της διοίκησης, να τρυπώσετε στις γαλαρίες, τις στοές εξόρυξης μέσα στο βουνό και να ξετρυπώσετε τα απομεινάρια του μηχανουργείου, που βρίσκονται απέναντι κι έχουν γίνει ένα σχεδόν με την άναρχη βλάστηση. Τα περιπατητικά μονοπάτια της περιοχής είναι αναρίθμητα κι ένα απ’ αυτά οδηγεί στο Λαρδάτο, τον εγκαταλειμμένο οικισμό των μεταλλωρύχων με τ’ απομεινάρια της καπνοδόχου και την πανέμορφη θέα στην αντικρινή Κέραμο.