Ένας μικρός και ιδιαίτερος οικισμός μέσα στο δάσος μας περίμενε στα ψηλά του κεντρικού Πηλίου. Ιδιαίτερος, όχι μόνο λόγω της μαγευτικής φύσης που τον περιβάλλει, αλλά και του χαρακτήρα του ως κέντρου φιλοξενίας, όπως υποδηλώνει άλλωστε και το όνομά του. Παραδοσιακά ήταν εγκατεστημένα εδώ χάνια για τους διαβάτες της περιοχής με τα ζώα τους κι αργότερα για τους ταξιδιώτες και τους εκδρομείς προς τις «Αγριόλευκες», το χιονοδρομικό κέντρο του Πηλίου, που απέχει δύο μόλις χιλιόμετρα από τον οικισμό. Το τοπίο γεμάτο τρεχούμενα νερά και λογής-λογής φυλλοβόλα μοιάζει πραγματικά πως βγήκε από παραμύθι. Εικοσιέξι απολαυστικά χιλιόμετρα από τον Βόλο, μια διαδρομή μέσα από καταπράσινα λιβάδια και ξέφωτα να εναλλάσσονται με τα πυκνά χρυσοποίκιλτα δάση ντυμένα στα χρώματα του φθινοπώρου. Στο διάβα μας εκτάσεις καλλιεργημένες με μηλιές αλλά και ελιές, τα φημισμένα προϊόντα του τόπου. Αναρίθμητα τα βότανα του βουνού – δεν είναι τυχαίο πως ο Κένταυρος Χείρωνας, αρχηγός της φυλής, σοφός και δάσκαλος των πολεμικών τεχνών θεράπευε με βότανα του Πηλίου. Τόσο όμορφα τα χρώματα, οι ήχοι, τα τοπία που πραγματικά μαγεύεσαι – σχεδόν δεν καταλάβαμε για πότε φτάσαμε! Κατά μήκος του δρόμου, δεξιά και αριστερά, μας υποδέχονται ταβερνάκια και ξενώνες, φτιαγμένα παραδοσιακά από πέτρα και ξύλο. Οι καμινάδες κάπνιζαν, στην ατμόσφαιρα επικρατούσε η μυρουδιά του καμένου ξύλου…
Ο ήλιος άρχισε σίγα-σιγά να πέφτει κι εμείς ακολουθούμε την πινακίδα για το Χάνι του Ζήση που θα μας φιλοξενούσε. Τόσο πυκνά τα κλαδιά από τις οξιές και τα πλατάνια που οι τελευταίες ακτίνες του ηλίου δεν κατάφερναν να εισχωρήσουν ως τη γη. Αφράτα και παχιά – σαν πάπλωμα – τα πεσμένα φύλλα στον δρόμο, σου έδιναν την εντύπωση, ότι δεν είχε περάσει άλλο αυτοκίνητο για μέρες… Ο ξενώνας παραδοσιακός, όπως ακριβώς το περίμενα, περιστοιχισμένος από πλατάνια και οξιές, ντυμένα στα κόκκινα και τα πορτοκαλί. Μια παλιά πετρόχτιστη βρύση στο κέντρο του κήπου ίσως κάποτε να ήταν η αφορμή για μια στάση ξεκούρασης ή για να ξεδιψάσουν τα ζώα. Στο πίσω μέρος του ξενώνα άκουγες το κελάρυσμα ενός μικρού καταρράκτη κι έβλεπες ρυάκια να σχηματίζονται παρασέρνοντας τα πεσμένα φύλλα… Μαγεία! Στην είσοδο μας υποδέχτηκε εγκάρδια ο κ. Ζήσης Σταμάτης. Διατηρεί την οικογενειακή επιχείρηση ανελλιπώς από το 1904 κι όπως μας διηγήθηκε, ήταν ένα από τα παλιά εκείνα χάνια που χρησίμευαν στους διαβάτες και τα ζώα τους ως κατάλυμα για διαμονή. Το 1914 καταστράφηκε από πλημμύρα κι έπειτα ξανακτίστηκε και παρέμεινε μέχρι το Β' παγκόσμιο πόλεμο, οπότε καίγεται δύο φορές από τους κατακτητές και ξαναφτιάχνεται. Το 1974 διαμορφώνεται σε ένα σύγχρονο ξενοδοχείο. Τα παραδοσιακά έπιπλά σε παραπέμπουν σε αρχοντικά περασμένων αιώνων, το ίδιο και τα ατμοσφαιρικά δωμάτια με τους πέτρινους τοίχους και τα ξύλινα πατώματα. Τη ζεστασιά του χώρου έρχεται να συμπληρώσει το αναμμένο τζάκι σε μια γωνία του σαλονιού και οι μυρωδιές από το σπιτικό φαγητό που ετοιμάζονταν στη κουζίνα. Μας περίμεναν παραδοσιακές πηλιορείτικες γεύσεις, όπως σπετζοφάι, κόκορας κρασάτος και νοστιμότατες πίτες.
Σανατόριο Καραμάνη
Η διαδρομή Χάνια-Αλικόπτερα ήταν αυτή που έπρεπε να ακολουθήσουμε προκειμένου να φτάσουμε στο Σανατόριο Καραμάνη, ένας από τους λόγους της επίσκεψής μας στην περιοχή. Ήταν το πρώτο σανατόριο βουνού στην Ελλάδα για τη μάστιγα της εποχής εκείνης, τη φυματίωση και λειτούργησε μέχρι το 1963. Ξεκινήσαμε από τον Ξενώνα, περπατώντας γύρω στα 900μ. στην άσφαλτο, όπου βρίσκουμε μια διακλάδωση και στον πρώτο ελιγμό μπαίνουμε σε ένα χωμάτινο δρομάκι. Όσο πιο βαθιά εισχωρούσα στο δάσος, τόσο μεγαλύτερο το δέος που βίωνα από το μαγευτικό τοπίο. Νεράιδες και ξωτικά νόμιζες ότι θα εμφανίζονταν στο διάβα σου, καθώς βρισκόσουν περικυκλωμένος από ψηλές δενδροστοιχίες – καστανιές και οξιές – με το χρυσό και το κόκκινο να λαμπυρίζει στις ακτίνες του ήλιου και να γίνεται ακόμη πιο έντονο. Πήρα μια βαθιά ανάσα θέλοντας να εισπνεύσω όλα αυτά τ’ αρώματα της πρωινής δροσιάς, όπως αναδύονταν από τα φύλλα, το χώμα, τους κορμούς... Έχανες την αίσθηση του χρόνου, περπατούσες ώρες και όχι απλά δεν καταλάβαινες την κούραση αλλά αντίθετα ηρεμούσες, γέμιζες, ένιωθες μέσα σου βαθιά γαλήνη…
Άξαφνα ένα ερειπωμένο κτίριο ξεπροβάλει μέσα στο απέραντο δάσος. Έμεινα εκεί να το κοιτάζω, με τη φαντασία μου να γυρίζει πίσω έναν αιώνα και περισσότερο. «Ζωοδόχος Πηγή», ήταν το όνομα του πρότυπου θεραπευτηρίου, που δημιούργησε το 1909 ο Γεώργιος Καραμάνης, καταξιωμένος γιατρός από το Πήλιο και, δυστυχώς, τίποτα πια δεν θυμίζει την αλλοτινή του αίγλη. Καθώς συνδύαζε θάλασσα και βουνό, η τοποθεσία ήταν ιδανική για το θεραπευτήριο, που εκτός από τις υψηλού επιπέδου ιατρικές υπηρεσίες, διέθετε πρωτοποριακές για την εποχή παροχές, όπως ηλεκτρικό ρεύμα, θέρμανση, τρεχούμενο νερό και τηλεφωνικό κέντρο. Ακτινολογικό εργαστήριο, κλίβανος αποστείρωσης αλλά και αποτέφρωσης, όπως και όργανα για την υποβοήθηση αναπνοής ήταν τα πρώτα που χρησιμοποιήθηκαν στη χώρα μας. Η θεραπεία συνδύαζε τη φαρμακευτική αγωγή με το ευ ζην, τον καθαρό βουνίσιο αέρα, τα πλούσια, θρεπτικά γεύματα, την άσκηση με σουηδική γυμναστική. Υπήρχε βιβλιοθήκη και χώροι για αεροθεραπεία, ηλιοθεραπεία και ψυχαγωγία κι όλα μαζί συνέθεταν ένα πολυτελές και υπερσύγχρονο για την εποχή θεραπευτικό κέντρο. Η φήμη του μεγάλωσε τόσο, που ξεπέρασε τα σύνορα της χώρας, φτάνοντας ως τα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή. Δυόμιση χιλιάδες άνθρωποι υπολογίζεται πως πέρασαν από εδώ, όχι μόνο ως ασθενείς αλλά και ως απλοί επισκέπτες. Ανάμεσά τους συναντάμε και πολλές σπουδαίες προσωπικότητες της εποχής όπως ο Σικελιανός, ο Βάρναλης, ο Σεφέρης, ο Παλαμάς και άλλοι.
Μέσα σε ένα τόσο ειδυλλιακό τοπίο δεν γινόταν να εκλείψουν και παραμυθένιοι έρωτες, όπως αυτός του Άγγελου Σικελιανού με την Άννα Καμπανάρη, εθελόντριας, αρχικά, στο θεραπευτήριο και μετέπειτα συζύγου του γιατρού Καραμάνη. Παρά τον συντηρητισμό της εποχής, η οικοδέσποινα του Σανατορίου αποφασίζει να χωρίσει και να ζήσει με τον Σικελιανό, τον οποίο και τελικά παντρεύτηκε. Λέγεται ότι ο Καραμάνης δεν ξεπέρασε ποτέ την κατά 27 χρόνια νεότερη σύζυγό του αλλά με τα χρόνια την συγχωρέσε και κρατούσαν επικοινωνία.
Λύπη και απογοήτευση με κυριεύουν για τη σημερινή κατάσταση του σανατορίου, που κείτεται μισογκρεμισμένο στη σιωπή του δάσους. Αντιμετώπισε ληστές, κατακτητές, Ιταλούς και Γερμανούς, τον φόβο των κατοίκων «μην τύχει και κατέβουν τα μικρόβια στα χωριά» για να καταλήξει εγκαταλειμμένο, στο έλεος του θεού. Θα μπορούσε κάλλιστα να είχε διατηρηθεί, σκέφτομαι, και να αξιοποιούταν σαν χώρος φιλοξενίας ή και μουσείο προς τιμήν όλων αυτών που κάποτε προσέφερε.
Προχώρησα ακόμη πιο βαθιά μες στο δάσος, λες και με καλούσε να πάω στην καρδιά του, εκεί που δεν υπήρχε μονοπάτι παρά μόνο κλαδιά και φύλλα από τα γιγάντια δέντρα και τ’ ανάλαφρα βήματα επάνω στις πυκνές στρώσεις που είχαν δημιουργηθεί με τον καιρό. Σε κάποια σημεία μεγάλοι κορμοί δέντρων είχαν τσακίσει από κάποιο δυνατό αέρα ή από το βάρος του χιονιού που πέφτει άφθονο εδώ πάνω το χειμώνα, ιδανικό περιβάλλον για τα μανιτάρια που ξεφύτρωναν στα πιο απίθανα μέρη: επάνω στους κορμούς, σε σχισμές και σε κρυψώνες ή κάτω από την υγρασία των πεσμένων φύλλων. Άκουγα μαγεμένη τους ήχους του δάσους, τα πουλιά που κελαηδούσαν ακούραστα, το κελάρυσμα από τα τρεχούμενα νερά και το φύσημα του άνεμου που έπαιζε με τα φύλλα των δέντρων. Άρχισε πια να σουρουπώνει, την αισθάνεσαι την υγρασία του βουνού, η ώρα της επιστροφής είχε έρθει...
Πίσω στον ξενώνα, στο Χάνι του Ζήση, η μέρα τελειώνει με ζεστό καλομαγειρεμένο φαγητό και ένα ποτήρι σπιτικό κρασί δίπλα στο τζάκι. Σκέφτομαι ήδη την επόμενη εξόρμηση στα πηλιορείτικα Χάνια, χειμώνας αυτή τη φορά, με το πυκνό χιόνι να πέφτει ψηλά στις «Αγριόλευκες», ένα από τα πιο παλιά αλλά και ωραιότερα χιονοδρομικά της χώρας. Η θέα του παρθένου αυτού τοπίου ντυμένου στα λευκά, με φόντο το γαλάζιο του Αιγαίου και του Παγασητικού ακούγεται τόσο ονειρική – αυτή ακριβώς η μαγεία που όλοι μας έχουμε ανάγκη.