Γεννηµένος και µεγαλωµένος στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, παιδί για όλες τις δουλειές, συντηρούµενος οικονοµικά από τη σύζυγο και τους φίλους του, θα χρειαστεί να περιµένει µέχρι τα 43 του χρόνια και το 1934, για να δει να τυπώνεται το πρώτο του βιβλίο «Ο τροπικός του Καρκίνου» – κι αυτό µε την χορηγία της Αναίς Νιν – πριν καταστεί ένας από τους σηµαντικότερους συγγραφείς του Μεσοπολέµου, ίνδαλµα της γενιάς των µπιτ λογοτεχνών του ’50 και ‘60, τόσο συγγραφέας όσο και ζωγράφος, λάτρης της Ελλάδας και του αξεπέραστου ελληνικού φωτός που θα υµνήσει αµφότερα στα βιβλία του.
Ο Μίλερ έρχεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1939, µέσα στην δικτατορία του Μεταξά και στις παραµονές του Β' Παγκοσµίου πολέµου, καλεσµένος φορτικά από τον Λώρενς Ντάρελ που ζει µε την οικογένειά του στην Κέρκυρα. Ο Μίλερ γοητεύεται από το φως και τη φύση της Ελλάδας, αισθάνεται ελεύθερος κι ευτυχισµένος, αποβάλει κάθε τι περιττό – µαζί και τα ρούχα του - περιφέρεται εντελώς γυµνός τόσο στην παραλία κάτω από το σπίτι των Ντάρελ, όσο και µέσα στο ίδιο το σπίτι, γράφει διθυράµβους για την Ελλάδα, τα µέρη και τους ανθρώπους της.
Θα συντροφεύσει τον Ντάρελ στην Αθήνα και θα γνωριστεί µε την ελληνική διανόηση της εποχής: Γιώργο Κατσίµπαλη, Γιώργο Σεφέρη, Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, τους Τσάτσους και τόσους άλλους. Θα ταξιδέψει µαζί τους στην Πελοπόννησο, στην Κρήτη και στα νησιά του Αργοσαρωνικού, τους 9 µήνες που θα διαρκέσει η παραµονή του στην Ελλάδα. Ο Γιώργος Κατσίµπαλης και το πνεύµα του θα τον εντυπωσιάσουν, θα γράψει γι αυτόν το «Ο Κολοσσός του Μαρουσιού». Ο Κατσίµπαλης θα τον ξεναγήσει στην Πελοπόννησο, θα επισκεφθούν το Ναύπλιο, την Επίδαυρο, τις Μυκήνες, το Άργος, την Τίρυνθα, το Λεωνίδιο και άλλα µέρη. Θα περάσει από την Πάτρα αλλά και την Αράχωβα, τους ∆ελφούς κ.ά. Ο Μίλερ θα φύγει από την Ελλάδα, παρά τη θέλησή του, ύστερα από τις πιέσεις της αµερικανικής πρεσβείας να εγκαταλείψουν οι υπήκοοί της τη χώρα µας, λόγω του πολέµου που είχε ήδη αρχίσει.
Ο Χένρι Μίλερ αγάπησε την Ελλάδα και έγραψε για εκείνη, µε τον τρόπο που θα έπρεπε να το είχαµε κάνει εµείς. Είναι αλήθεια πως ενθουσιαζόταν µε τα πάντα και δεν εύρισκε τίποτα το αρνητικό. Κατόρθωνε να µετουσιώνει την εικόνα της φτώχειας, της δυστυχίας, της έλλειψης των ανέσεων του δυτικού κόσµου στην ελληνική επαρχία, σε εικόνα απόλυτης ευτυχίας και γαλήνης. Στην Κρήτη, όπου βρέθηκε σε µια συντροφιά διανοούµενων του νησιού, τον ρώτησαν τι έχει, επιτέλους η Ελλάδα και του αρέσει τόσο πολύ. «Φως και φτώχεια», απάντησε. «Είµαι αρκετά τρελός για να πιστεύω πως ο ευτυχέστερος άνθρωπος στη γη είναι εκείνος µε τις λιγότερες ανάγκες. Και επίσης πιστεύω, πως αν έχεις φως, όπως έχετε εδώ εσείς, εκµηδενίζεται κάθε ασχήµια». Τον ρωτούν «Μα δεν είδες πόσο φτωχός είναι ο κόσµος, πόσο µίζερα ζουν;». Τους απαντά «Έχω δει χειρότερη µιζέρια στην Αµερική. Η φτώχεια από µόνη της δεν κάνει µίζερους τους ανθρώπους». Αυτό το ελληνικό φως ύµνησε στα βιβλία του, τρία συνολικά, που αναφέρονται στην Ελλάδα: «Ο Κολοσσός του Μαρουσιού» (1941), «Ελλάδα» (µε σχέδια της Αν Πόουρ, 1964), «Πρώτες εντυπώσεις από την Ελλάδα» (1973).
∆ιαβάζουµε στις σηµειώσεις1 του από τα ταξίδια του στην Ελλάδα: «...Στις Μυκήνες περπάτησα πάνω στους φωσφορίζοντες νεκρούς, στην Επίδαυρο ένιωσα µια ακινησία τόσο έντονη, που για ένα κλάσµα του δευτερολέπτου άκουσα τη µεγάλη καρδιά του κόσµου να χτυπά και κατάλαβα το νόηµα του πόνου και της λύπης: στην Τίρυνθα στάθηκα στον ίσκιο του κυκλώπειου ανθρώπου και ένιωσα τη φλόγα εκείνου του εσωτερικού µατιού, που τώρα έχει γίνει ένας αρρωστιάρικος αδένας: στο Άργος ολόκληρη η πεδιάδα ήταν µια πύρινη οµίχλη στην οποία είδα τα φαντάσµατα των δικών µας Ινδιάνων και τους χαιρέτησα σιωπηλά... Τριγυρνούσα µ' έναν ξεκοµµένο τρόπο, τα πόδια µου πληµµυρισµένα από µια γήινη λάµψη. Βρίσκοµαι στην Κόρινθο µέσα σ' ένα ροζ φως, ο ήλιος µάχεται το φεγγάρι, η γη γυρίζει: αργά µε τα χοντρά της ερείπια περιστρέφεται στο φως σαν νερόµυλος που αντανακλάται σε ακίνητη λίµνη...».
«...Στην Κρήτη οι αλλαγές είναι χτυπητές, σχεδόν οδυνηρές. Σε µερικά µέρη µπορείς να διασχίσεις όλες τις αλλαγές πενήντα αιώνων µέσα σε πέντε λεπτά. Όλα είναι σχεδιασµένα, σµιλεµένα, χαραγµένα. Ακόµα και τα έρηµα χωράφια έχουν µια αιωνιότητα. Βλέπεις το καθετί στη µοναδικότητά του – έναν άνθρωπο σ' έναν δρόµο κάτω από ένα δέντρο: έναν γάιδαρο να ανηφορίζει ένα µονοπάτι κοντά σ' ένα βουνό: ένα καράβι σ' ένα λιµάνι σε µια θάλασσα τιρκουάζ: ένα τραπέζι σε µια βεράντα κάτω από ένα σύννεφο. Και πάει λέγοντας. Ό,τι και αν κοιτάξεις είναι σαν να το βλέπεις για πρώτη φορά: δεν θα το σκάσει, δεν θα κατεδαφιστεί σε µια νύχτα: δεν θα αποσυντεθεί ούτε θα λιώσει ούτε θα επαναστήσει. Το κάθε πράγµα που υπάρχει, φτιαγµένο είτε από τον Θεό είτε από τον άνθρωπο, είτε καρποφόρο είτε φυτεµένο, εξέχει σαν κάστανο σ’ ένα φωτοστέφανο λάµψης, χρόνου και χώρου. Ο θάµνος είναι ίσος µε τον γάιδαρο: ένας τοίχος είναι το ίδιο µ' ένα κωδωνοστάσι: ένα πεπόνι είναι τόσο καλό όσο ένας άνθρωπος...
«...Στην Ελλάδα επιθυµείς να κολυµπήσεις στον ουρανό. Θέλεις να πετάξεις τα ρούχα σου, να πηδήξεις τρέχοντας και να βουτήξεις στο γαλάζιο. Θέλεις να αιωρηθείς στον αέρα σαν άγγελος, να ξαπλώσεις στο χορτάρι και να χαρείς µε αυτό τον καταπληκτικό τρόπο την έκσταση. Πέτρα και ουρανός εδώ παντρεύονται. Είναι η αέναη αυγή της αφύπνισης του ανθρώπου... Σε κάθε µέρος ανοίγω µια καινούργια φλέβα εµπειρίας, ένας µεταλλωρύχος που σκάβει πιο βαθιά µέσα στη γη, πλησιάζοντας την καρδιά του άστρου που δεν έχει ακόµα σβήσει. Το φως δεν είναι πια ηλιακό ή σεληνιακό: είναι το αστρικό φως του πλανήτη στο οποίο ο άνθρωπος έχει δώσει ζωή... Η γη είναι ζωντανή µέχρι τα βαθιά της έγκατα: στο κέντρο είναι ένας ήλιος µε τη µορφή του εσταυρωµένου ανθρώπου. Ο ήλιος µατώνει στο σταυρό του στα κρυµµένα βάθη. Ο ήλιος είναι ο άνθρωπος που αγωνίζεται να βγει σ' ένα άλλο φως. Από φως σε φως, από γολγοθά σε γολγοθά. Το τραγούδι της γης...»
Ο Χένρι Μίλερ αγάπησε βαθιά την Ελλάδα και την βίωσε ως αρχέγονη εµπειρία. Την κοίταξε κατάµατα µε βλέµµα βαθύ, όχι µε το επιφανειακό του Αµερικανού τουρίστα. ∆εν δόξασε µόνο τα µνηµεία της, αλλά κυρίως ύµνησε κάθε ατέλεια και κάθε τυχούσα ασχήµια της. Ο έρωτάς του για την Ελλάδα ήταν ωµός και παθιασµένος, αλλά ταυτόχρονα, αγνός και συγκινητικός, όπως είναι όλοι οι µεγάλοι έρωτες. Η Ελλάδα τον έκανε να αναθεωρήσει πολλές πλευρές της ζωής του και να επιβεβαιώσει άλλες. Όπως γράφει ο ίδιος για τον εαυτό του: «…Άλλοι άνθρωποι είναι πιο γρήγοροι στο συντονισµό οράµατος και δράσης. Αλλά το θέµα είναι ότι τελικά αυτόν τον συντονισµό τον κατάφερα στην Ελλάδα. Ξεφούσκωσα, επανήλθα στις κανονικές ανθρώπινες αναλογίες, έτοιµος να δεχτώ τη µοίρα και προετοιµασµένος να δώσω όσα έλαβα.»
Κι αυτό που κυρίως εξυµνεί ο Μίλερ είναι η πνευµατική Ελλάδα, τον αφρό της οποίας συναναστράφηκε. Μια πνευµατική Ελλάδα ζωντανή και πάλλουσα, αντίδοτο, κατ’ αυτόν, στην αλλοτρίωση που επέφερε ο καπιταλισµός στον κόσµο: «Γεννήθηκα στη Νέα Υόρκη, τη µεγαλύτερη και πιο άδεια πόλη του κόσµου. Στέκοµαι τώρα στις Μυκήνες, προσπαθώντας να καταλάβω τι συνέβη εδώ πριν µια περίοδο αιώνων. Νιώθω σαν κατσαρίδα που έρπει ανάµεσα στα χαλάσµατα παλιών µεγαλείων.»
∆ιαβάζοντας σήµερα τα βιβλία του Χένρι Μίλερ, µεταφερόµαστε σε µια Ελλάδα που πια δεν υφίσταται, σ’ έναν παράδεισο οριστικά χαµένο. Μα το χειρότερο, κατά τη γνώµη µου, η τραγωδία η µεγαλύτερη απ’ όλες είναι που δεν υπάρχουν πλέον αυτές οι συντροφιές πνευµατικών γιγάντων να κουβεντιάζουν µε τους σηµερινούς Μίλερ πίνοντας, καπνίζοντας και ταξιδεύοντας, να τους κάνουν να ερωτευτούν δια βίου την Ελλάδα και τους Έλληνες.
1. Aπό τα βιβλία του «Ο Κολοσσός του Μαρουσιού» και «Πρώτες εντυπώσεις από την Ελλάδα» των εκδ. ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ.