Για να φτάσω εκεί, θα πρέπει να περπατήσω στο πιο καλοδιατηρηµένο καλντερίµι της Ελλάδας, το ξακουστό Μπίλιοβο. Αφετηρία µου τα Αλτοµιρά. Ένας έρηµος, πια, διατηρητέος οικισµός, άντρο κλεφτών και ληστών στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, γόνος παλικαριών που έδωσαν τη ζωή τους για να ελευθερωθεί ο τόπος. Ένας από αυτούς µάλιστα, ο Αλτόµορος φέρεται να είναι και ο «νονός» του οικισµού µε τα πέτρινα αρχοντικά, δείγµατα εξαιρετικής µανιάτικης αρχιτεκτονικής, αφηµένα σήµερα στην αδυσώπητη επίδραση του χρόνου. Το χωριό άρχισε να ερηµώνει µετά τον Β’ Παγκόσµιο πόλεµο και τον εµφύλιο, και ο τελευταίος του κάτοικος χρονολογείται στη δεκαετία του 1970. Κάποιοι λίγοι επιστρέφουν τα καλοκαίρια και µε φασαριόζικα γλέντια και πανηγύρια θυµούνται και τιµούν τη γη των προγόνων τους. Τελευταία στάση πριν το Μπίλιοβο, στην έξοδο του γραφικού αυτού χωριού, είναι οι πετρόχτιστες βρύσες. Γεµίζω το παγούρι µου µε δροσερό νερό από τις πηγές του Ταΰγετου και ξεκινώ για το ιστορικό καλντερίµι. Περπατώ αρχικά πάνω στον ασφαλτόδροµο που έχει καλύψει τη χάραξη του παλιού µονοπατιού. Καθώς ο πανδαµάτωρ ήλιος αρχίζει την ηµικυκλική διαδροµή του στον ουράνιο θόλο, ο ιερέας συνεχίζει το µυστήριο της Θείας Λειτουργίας:
«Οι ουρανοί ανήκουν µόνο στον Κύριο, αλλά τη γη την εµπιστεύτηκε στους ανθρώπους». (Ψαλµός 115[113Β]:17) Μου παίρνει ένα εικοσάλεπτο να φτάσω στο χωµάτινο µονοπάτι που οδηγεί στο εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου και το Μπίλιοβο. Προσπερνώ τον ναό και µια ξύλινη πινακίδα µε σβησµένα ακατανόητα γράµµατα, µάλλον µε προειδοποιεί για την αρχή του καλντεριµιού. Η θέα µπροστά µου κόβει την ανάσα. Όλος ο κάµπος της µεσσηνιακής Μάνης, καταπράσινο χαλί και ακριβώς µετά µια καταγάλανη ήρεµη θάλασσα, που κλίνεται από τη χερσόνησο της Πυλίας. Το µάτι µου φτάνει µέχρι το Πεταλίδι και την Κορώνη. Αρχίζω να κατηφορίζω. Από τα 850 µέτρα υψόµετρο θα πέσω στο τέλος της διαδροµής στα 350 µέτρα. Σχεδόν κατακόρυφα, σαν να κατεβαίνεις µια σκάλα! Η ψαλµωδία ακούγεται όλο και πιο καθαρά ενόσω ο βηµατισµός µου εντείνεται. «Σαν το χορτάρι είναι του ανθρώπου η ζωή, σαν το λουλούδι του αγρού, έτσι ανθίζει. Μα άνεµος πάνω του περνά και δεν υπάρχει πια κι ούτε που φαίνεται ο τόπος που βρισκόταν.» (Ψαλµός 103 [102]: 15) Η χλωρίδα της περιοχής είναι πλούσια. Έλατα κρέµονται στις γκρίζες κορυφές, πάνω µου κέδροι, κυπαρίσσια, ευκάλυπτοι και µαυρόπευκα µου προσφέρουν τη σκιά τους, ενώ περπατώ ανάµεσα σε θάµνους, όπως πουρνάρια, σφενδάµια και χουµαριές. Οι αισθήσεις µου βρίσκονται στο ζενίθ, µε κυρίαρχη την οσµή. Οι µυρωδιές από το τσάι, το δενδρολίβανο, το θυµάρι και τη ρίγανη µου γαργαλάνε τη µύτη. Σιγά σιγά µπαίνω στο κυρίως µέρος του καλντεριµιού. Τρία χιλιόµετρα όπου το µονοπάτι απλώνει σαν το φίδι το κορµί του. 83 στροφές (οι περίφηµες τραβέρσες) διαδέχονται η µία µετά την άλλη, θαυµαστό έργο µε πάνω από έναν αιώνα ζωής. Το 1904 άρχισε η κατασκευή του µε τη βοήθεια µηχανικών και κυριότερα την προσωπική εθελοντική εργασία των ντόπιων κατοίκων. Πετροχτιστάδες λάξευαν την πέτρα για χρόνια, ώστε να ενωθούν τα αποµονωµένα Αλτοµιρά µε τα Σωτηριάνικα και τον κάµπο της Αβίας. Το βλέπεις και δεν το πιστεύεις πώς οι άνθρωποι µε τις τότε γνώσεις, υλικά και µηχανήµατα έφτιαξαν ένα θαυµαστό έργο που αντέχει ακόµα παρά την ηλικία του. Το Μπίλιοβο, όπως είναι προφανές, είναι λέξη σλάβικης προέλευσης προερχόµενη από το bilo που σηµαίνει βουνοκορφή. Σκέφτοµαι πόσος ιδρώτας κύλισε κάτω από τον καυτό ήλιο, µε το σφυρί και το καλέµι ώστε να πάρουν οι λίθοι το κατάλληλο σχήµα και να κατασκευαστεί αυτό το ανθρώπινο µνηµείο. Αισθάνοµαι δέος από την ανθρώπινη παρέµβαση αλλά και τη θέα που απολαµβάνω µέσα από το δασωµένο λούκι που κατηφορίζω. «Καί ενεφύσησε, φησίν, είς τό πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής. Ζωτικήν, φησίν, ενέργειαν το εµφύσηµα εχαρίσατο τω εκ γής πλασθέντι.» (Εις την Γένεσιν 53,103).
Τα λόγια του ιερέα καλύπτονται από τις κουδούνες ενός κοπαδιού. ∆εκάδες κατσίκια και τράγοι χρησιµοποιούν το µονοπάτι την ίδια ώρα µε εµένα. Αυτά ανεβαίνουν κι εγώ κατεβαίνω. Η συνάντηση µας θυµίζει πρώτο ραντεβού. Στην ατµόσφαιρα κυριαρχεί η αµηχανία, ο θαυµασµός και οι ελεγκτικές µατιές. Χαίροµαι που το µονοπάτι παίζει ακόµα σηµαντικό ρόλο στη ζωή του τόπου και δεν έχει ξεχαστεί στη λήθη του χρόνου. Πλησιάζω στο τέλος του φαραγγιού και των στροφών. Ανοίγεται µπροστά µου ο κάµπος, προσπερνώ τα πρώτα χωράφια και µαντριά. Το τέλος του καλντεριµιού οδηγεί σε αγροτικούς χωµάτινους δρόµους. Λίγο πριν τα Σωτηριάνικα, περπατώ σε άσφαλτο πάλι και οι αστράγαλοί µου είναι χαρούµενοι για αυτό! «Και επεθεώρησεν ο παντογνώστης Θεός όλα όσα εδηµιούργησε, και είδεν ότι τα πάντα ήσαν εξαιρετικώς καλά, το καθένα µε τον σκοπόν και την χρησιµότητα του.» (Εις την Γένεσιν 53,103). Μπαίνοντας στο χωριό, µόλις έχει τελειώσει και η Λειτουργία. Με σταµατάει ο κυρ-Ηλίας, παππούς 92 χρονών. ∆ιόλου δεν µε εκπλήσσει η απορία του «τίνος είµαι εγώ.» Του εξηγώ πως ήθελα να διανύσω το Μπίλιοβο και χαίρεται. Μου αποκαλύπτει πως όσο αυτός ζει, το µονοπάτι υπήρχε και γινόταν χρήση του από τους ντόπιους µέχρι να ανοίξει ο αµαξωτός δρόµος που οδηγεί στα Αλτοµιρά. Μου αναφέρει τα αδέρφια Σταυριανέα από τα Σωτηριάνικα και τους Κοζοµπόληδες από τα Αλτοµιρά. Σύµπραξη ντόπιων οικογενειών για το καλό του τόπου. Με λύπη του παραδέχεται πως οι νέοι έχουν φύγει για την Καλαµάτα και την Αθήνα, «είχαµε τρία δηµοτικά σχολεία» µου φωνάζει καθώς κουνά το χέρι δείχνοντας προς το κέντρο του χωριού. Θέλω να µάθω κι άλλα, όµως µου αποκαλύπτει πως πρέπει να µαζέψει δεντρολίβανο για να µαγειρέψει το ταπεινό νηστίσιµο µεσηµεριανό του, φακές. Στα λόγια και στο πρόσωπό του διαγράφεται το ίδιο το Μπίλιοβο. Οι βαθιές ρυτίδες του µου θυµίζουν τους παλιούς πελεκητάδες και τις τραβέρσες του καλντεριµιού, ενώ η τιµιότητα και απλότητα των λόγων του, την ιστορικότητα και την τέχνη µιας άλλης παλιάς – ξεχασµένης (;) – εποχής.