Κυριακάτικο πρωινό που μοιάζει με χρωματιστή πινελιά, μιας που βάλαμε πλώρη για την Εθνική Πινακοθήκη, το Μουσείο Αλέξανδρος Σούτσος, όπως ονομάζεται. Θυμάμαι ότι ως μαθήτρια, οι εκδρομές σε μουσεία κι εκθέσεις ήταν ελαφρώς βαρετές, γιατί σχεδόν ποτέ δεν υπήρχε κάποιος να μας αφηγηθεί τις ιστορίες για τα εκθέματα και τους δημιουργούς τους. Έτσι λοιπόν όταν είδα το κάλεσμα της Topos Travel, δεν έκανα δεύτερη σκέψη, αποφάσισα να πάω!
Το ραντεβού με τη διπλωματούχο ξεναγό, κυρία Κάτια Λιάπη, δόθηκε έξω από το εκπληκτικής αρχιτεκτονικής σύγχρονο κτίριο που βρίσκεται στη συμβολή της Βασιλίσσης Σοφίας και της Λεωφόρου Βασιλέως Κωνσταντίνου. Απέναντι, η μικρή πλατεία της Μεγάλου του Γένους Σχολής όπου στέκει ακίνητος ο περίφημος «Δρομέας» του Βαρώτσου. Στις μεγάλες γυάλινες επιφάνειες του επιβλητικού οικοδομήματος καθρεπτίζεται το Χίλτον, ο λόφος του Λυκαβηττού, ο Ευαγγελισμός, η κίνηση των οδικών αρτηριών που διασταυρώνονται γύρω του. Ανακαινισμένο πρόσφατα, το κτίριο έχει μια πολύ ιδιαίτερη αισθητική που δένει αρμονικά με το αστικό ύφος. Με την ολοκλήρωση της ανακαίνισης που έγινε στις αρχές του 2021, καταλαμβάνει συνολικά έκταση 20.000 τ.μ. όπου μπορούν πλέον να εκτεθούν 1000 έργα έναντι 400 από τα 10.000 της συλλογής.
Την προσοχή μας τραβάει το ακέφαλο γλυπτό που βρίσκεται στην είσοδο πριν τα σκαλιά: «είναι ο άνθρωπος που βαδίζει πάνω σε κολόνα» του Ωγκίστ Ροντέν. Εντός του Μουσείου, η ξενάγηση ξεκινά από το τρίπτυχο της «Λαϊκής Αγοράς» του ζωγράφου Παναγιώτη Τέτση. Με ενθουσιάζουν τα ζωηρά χρώματα, τα μπλε, τα κόκκινα, τα κίτρινα που σμίγουν κι εναλλάσσονται με απαλές αποχρώσεις, σε ένα παιχνίδι που το φως διαχέεται και πέφτει πάνω στους ανθρώπους: νέους, μεγαλύτερους σε ηλικία, άνδρες, γυναίκες, παιδιά. Το έργο δεν είναι καθόλου τυχαία τοποθετημένο στην υποδοχή, μας ενημερώνει η ξεναγός. Υποδηλώνει πως όλοι ανεξαιρέτως, έχουν χώρο και θέση στην αγορά, στη γειτονιά, στην πόλη, αλλά και στην ίδια την τέχνη, θα προσέθετα.
Η ξενάγηση μοιάζει με μικρό εικαστικό ταξίδι, μια βουτιά στην ιστορία μας ανά τους αιώνες. Τρία έργα του Δομίνικου Θεοτοκόπουλου (Ελ Γκρέκο), τοποθετημένα σε περίοπτη θέση, τιμούν τον μεγάλο ζωγράφο που γεννήθηκε το 1541 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Ξεχωρίζει η «Συναυλία των Αγγέλων»: «είναι το επάνω μέρος ενός πίνακα που έχει κοπεί στη μέση, με το κάτω, όπου παρουσιάζεται ο «Ευαγγελισμός της Θεοτόκου», να βρίσκεται στη Μαδρίτη», μας πληροφορεί η ξεναγός μας.
Στα χρόνια της Επανάστασης
Τα έργα μάς παρασύρουν στα πρώτα χρόνια της ίδρυσης του ελληνικού Κράτους και της βασιλείας του Όθωνα, όταν ιδρύθηκε το Σχολείο των Τεχνών (1836). Τότε που η σημαία ήταν λευκή με έναν μεγάλο γαλάζιο σταυρό στη μέση, όπως απεικονίζεται στον πίνακα του Θεόδωρου Βρυζάκη, «Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλογεί τη σημαία της Επανάστασης». Μια παρέα σύγχρονων επαναστατών, νεαρών εφήβων, ξεκουράζεται στους καναπέδες του μουσείου με φόντο τα πορτρέτα των αγωνιστών της Επανάστασης του 1821. Κοντοστεκόμαστε για να καμαρώσουμε τα νιάτα και τους ήρωες. Οι φιγούρες - προσωπογραφίες τραβούν την προσοχή μας. Κάποιες από αυτές θα μπορούσαν να ήταν φωτογραφίες. Σκέφτομαι πόσο πολύ συνδέεται η τέχνη της ζωγραφικής με αυτήν της φωτογραφίας. Αν σήμερα, άλλωστε, έχουμε γνώση της μορφής των αγωνιστών, την οφείλουμε στον Κρατσάιζεν. Ο Γερμανός Καρλ Κρατσάιζεν ήρθε στην Ελλάδα μετά την πτώση του Μεσολογγίου για να πολεμήσει στο πλευρό των επαναστατημένων Ελλήνων κι έγινε ο ζωγράφος των ηρώων της Επανάστασης. Εκτός από τα όπλα, κουβαλούσε στις μάχες και τα σύνεργα της ζωγραφικής του αποτυπώνοντας τα πρόσωπα των πρωτοστατών της Εθνεγερσίας. Στη δίχως φωτογραφική μηχανή εποχή, εκείνος σκιαγραφεί πορτρέτα βάζοντας μάλιστα τους εικονιζόμενους να υπογράψουν την προσωπογραφία τους, εξασφαλίζοντας έτσι την αυθεντικότητα τους! Ο Κρατσάιζεν άφησε κληρονομιά τα σκίτσα και τα έργα του στην κόρη του. Ευτυχώς ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, τότε διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης, πληροφορήθηκε από τον ζωγράφο Νικόλαο Γύζη την ύπαρξή τους και ζήτησε να αγοραστούν έναντι του ποσού των 200.000 δραχμών, προκειμένου να παραδοθούν στην Εθνική Πινακοθήκη, ενώ 24 λιθογραφίες αγοράστηκαν από το Ελληνικό Δημόσιο. Στο έργο του Βρυζάκη «Το στρατόπεδο του Καραϊσκάκη», βλέπουμε και τον Καρλ Κρατσάιζεν κάπου ανάμεσα στους αγωνιστές.
Η Σχολή του Μονάχου
Μαγεμένοι μπαίνουμε στην αίθουσα με τους μεγάλους πίνακες και τα πορτρέτα με τα τεράστια κάδρα. Δεν ξέρουμε που να στρέψουμε το βλέμμα. Στεκόμαστε μπροστά από δύο έργα του Νικηφόρου Λύτρα κι η ξεναγός μας μιλά για τις λεπτομέρειες και τους συμβολισμούς τους. Κοιτάζουμε την «Αναμονή» (1895-1900) και το «Φίλημα» (πριν το 1878), δύο πίνακες που βρίσκονται δίπλα-δίπλα. Στη μια εικόνα, το ευαγές, καθάριο, λυγερόκορμο κορίτσι υψώνει το ανάστημά της δίπλα στον κρίνο καθώς προσμένει στο παραθύρι τον αγαπημένο, ενώ στην άλλη σμίγει μαζί του. Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, το «Φίλημα» είναι έργο που προηγήθηκε, μιας που ο ζωγράφος το φιλοτέχνησε πριν την «Αναμονή». Ίσως γιατί ο έρωτας δεν μπορεί να αναμένει και μπαίνει από το παράθυρο, σκέφτομαι.
Ο Τήνιος Λύτρας Νικηφόρος θεωρείται ο πατέρας της νεοελληνικής ζωγραφικής κι ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ζωγράφους του 19ου αιώνα. Είναι ο βασικός εκπρόσωπος της Σχολής του Μονάχου, θα μας πει η ξεναγός. Ποιά είναι όμως η Σχολή του Μονάχου ή αλλιώς το ρεύμα του ακαδημαϊκού ρεαλισμού; Πρόκειται για ένα εικαστικό κίνημα στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, με έντονες επιρροές από τη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου, ένα ρεύμα στην τέχνη που έχει ταυτιστεί με το συντηρητικό κι ίσως δικαιολογημένα, μιας που μετά από αυτό ακολούθησε η επανάσταση του μοντέρνου. Ο Λύτρας επιστρέφοντας από το Μόναχο, δίδαξε ζωγραφική στο Πολυτεχνείο ενώ ήταν ο επίσημος προσωπογράφος της υψηλής κοινωνίας, φιλοτεχνώντας πορτρέτα μελών μεγαλοαστικών οικογενειών. Την προσοχή μου τραβά το επιβλητικό πορτρέτο μιας γυναίκας. Στέκομαι μπροστά στο πορτρέτο της κυρίας Σερπιέρη. Ήταν η σύζυγος του Τζιοβάνι Μπατίστα Σερπιέρη, επιχειρηματία που εκμεταλλεύονταν όλα τα λατομεία της Ελλάδας. «Το έργο δεν εξετίθετο λόγω μεγέθους αλλά και βάρους του κάδρου που είναι πανέμορφο, επίχρυσο και χρειάστηκαν οκτώ άνθρωποι για να μπορέσουν να το αναρτήσουν», είχε πει η εκλιπούσα διευθύντρια της Πινακοθήκης Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα.
Φτάνοντας μπροστά στις θαλασσογραφίες του Κωνσταντίνου Βολανάκη και του Ιωάννη Αλταμούρα, η ξεναγός μας μιλά για την ιστορία της μητέρας του, της Ελένης Αλταμούρα-Μπούκουρα από τις Σπέτσες, που ήταν επίσης ζωγράφος αλλά και πρώτη Ελληνίδα που επισήμως σπούδασε ζωγραφική. Μεταμφιέστηκε μάλιστα σε άνδρα και με το ψευδώνυμο Χρυσίνης Μπούκουρας, κατάφερε να τρυπώσει στο εργαστήρι του ζωγράφου Φραντσέσκο Σαβέριο Αλταμούρα στη Νάπολη, τον οποίο και ερωτεύτηκε. Η γεμάτη περιπέτειες αλλά και τραγικά γεγονότα ζωή της, έγινε μυθιστόρημα από τη Ρέα Γαλανάκη, «Ελένη ή ο κανένας» (εκδόσεις Άγρα, 1998).
Μια άλλη κυρίαρχη μορφή της Σχολής του Μονάχου είναι ο Νικόλαος Γύζης. Όσο η ξεναγός μάς διηγείται τον μύθο της Αράχνης και της θεάς Αθηνάς, θαυμάζουμε το υπέροχο έργο του ζωγράφου «Αράχνη», ενώ μας μιλά για την αλληγορία του ιστού: «η Αράχνη συμβολίζει την τέχνη που κατατρώει το δημιουργό, αποκόβοντάς τον από τον υπόλοιπο κόσμο με τον ιστό της, τη δική της αγάπη». Κι ώσπου να κατανοήσουμε αυτόν τον παραλληλισμό, έχουμε βρεθεί μπροστά σε ένα άλλο έργο του ζωγράφου, που δημιούργησε προς το τέλος της ζωής του και έμεινε ανολοκλήρωτο: «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται». Ο πίνακας αποτελεί κατά κάποιο τρόπο μια παρουσίαση της Δευτέρας Παρουσίας. Ο Γύζης, όπως ο ίδιος μαρτυρά σε ένα γράμμα του, έβλεπε τον Χριστό σαν ένα γλυκό θεό που έρχεται να φέρει στον κόσμο φως, λύτρωση και παρηγοριά!
Η γενιά του Μεσοπολέμου
Καθένας στέκεται λιγάκι παραπάνω στο έργο που μιλά στη δική του ψυχή. Είμαστε διαφορετικοί άνθρωποι, με διαφορετικές κουλτούρες κι έτσι οι προσλαμβάνουσες στη θέα των έργων είναι αδύνατο να είναι οι ίδιες. Σχεδόν όλους όμως μας μαγνήτισε το έντονο μπλε στον πίνακα του Κωνσταντίνου Παρθένη που απεικονίζει τον Χριστό. Θες που ο πίνακας είναι τοποθετημένος κοντά στο παράθυρο και λούζεται απ’ το φυσικό φως, θες που το βλέμμα του είναι στραμμένο στον ουρανό, θες που το μεγάλο ολοστρόγγυλο σχήμα του έχει ταιριάξει τέλεια στο μεγάλο τετράγωνο κάδρο, η εικόνα του Θεανθρώπου μαγνητίζει το βλέμμα και τη σκέψη μας.
Στεκόμαστε λίγο παρακάτω, στην «Ωραία Ανδριάννα» του Θεόφιλου, του λαϊκού ζωγράφου με καταγωγή από τη Λέσβο. Ο «ζερβοκουτάλας», καθότι αριστερόχειρας, ο «μισακάτης», ο «αχμάκης», όπως τον κορόιδευαν όσο ζούσε, έμελλε να αφήσει ισχυρό αποτύπωμα στην ιστορία της ελληνικής και όχι μόνο τέχνης. Ο Στρατής Ελευθεριάδης, γνωστός ως Τεριάντ, ήταν εκείνος που, μετά από παρότρυνση του ζωγράφου Γιώργου Γουναρόπουλου, επισκέφθηκε το 1929 τη Μυτιλήνη, αγόρασε έργα του Θεόφιλου και ανέλαβε την προώθησή τους. Τα έργα του ταξίδεψαν μέχρι το Παρίσι, όμως ο ίδιος δεν έζησε αρκετά για να χαρεί την αναγνώριση, καθώς πέθανε πέντε χρόνια αργότερα…
Τα μάτια μας πλημυρίζουν χρώματα και παραστάσεις, σκηνές από την Ελλάδα, το φως, τους ανθρώπους, τις θάλασσες, την ύπαιθρο, τον ουρανό της. Βλέπουμε το «Ναύτη» όπως τον είδε ο Τσαρούχης και μεταφερόμαστε στο «Καφενείον το Νέον», εκεί που ο μεγάλος ζωγράφος έπινε τον καφέ του.
Στα κρύσταλλα-καθρέπτες του εξωτερικού της Πινακοθήκης αντικατοπτρίζεται η εγχάρακτη σύνθεση του εξωτερικού τοίχου του ξενοδοχείου Χίλτον που σχεδιάστηκε από τον Γιάννη Μόραλη μεταξύ 1959-1962, ενώ στο εσωτερικό του κτιρίου βρίσκονται έργα του διάσημου ζωγράφου που διετέλεσε για 35 συναπτά έτη καθηγητής της Σχολής Καλών Τεχνών. Οι τέχνες συνδέονται μεταξύ τους, όπως άλλωστε και οι υπηρέτες των τεχνών σχετίζονται με δεσμούς φιλίας. Ζωγραφιές του Μόραλη κόσμησαν ποιητικές συλλογές και δοκίμια του Ελύτη ενώ ο Ελύτης προλογίζει το 1972, τη σειρά έργων του ζωγράφου με τίτλο «Επιθαλάμια», που εκτέθηκαν στην γκαλερί Ιόλα-Ζουμπουλάκη. Ο ίδιος ο Μόραλης (μαθητής του Κωνσταντίνου Παρθένη) όταν ρωτήθηκε για τα έργα του είπε: «μη με ρωτάς, δες τα όπως θες. Άλλωστε είναι λάθος να επεξηγώ ή να περιγράφω τα έργα μου, διότι νιώθω ότι τα μικραίνω. Θέλω τα έργα μου, όπως κι εγώ να είναι ελεύθερα! Αλλά θέλω κι ο θεατής ελεύθερος να τα δει όπως επιθυμεί».
Έμεινα ώρα πολύ να κοιτάζω τις τοιχογραφίες που είχε φτιάξει το 1932 στο σπίτι του ο Φώτης Κόντογλου, με βοηθούς τον Γιάννη Τσαρούχη και τον Νίκο Εγγονόπουλο. Η οικογενειακή φωτογραφία με συγκινεί: έντονα επηρεασμένος από τη βυζαντινή τέχνη ζωγραφίζει τον ίδιο, τη γυναίκα του Μαρία και τη μοναχοκόρη τους Δέσπω. Η ξεναγός μας πληροφορεί ότι οι τοιχογραφίες ασβεστώθηκαν όταν ο καινούριος ιδιοκτήτης του σπιτιού αγόρασε το σπίτι που βρίσκονταν στην συνοικία Κυπριάδου και «πουλήθηκε για λίγες οκάδες λάδι και αλεύρι στην κατοχή», όπως έλεγε ο στενός φίλος του, Πάνος Βαλσαμάκης. Όμως το 1977-78, οι τοιχογραφίες καθαρίστηκαν, αποτοιχοποιήθηκαν και σήμερα βρίσκονται στην Πινακοθήκη.
Πορτρέτα επιφανών κυρίων και κυριών, προσωπογραφίες μεγαλοαστών, ακόμη και βασιλιάδων που γίνονταν κατά παραγγελία, αλλά και απλών ανθρώπων, λαϊκών, αγίων, κοριτσιών, αγοριών, αγροτών, εργατών διασταυρώνουν το βλέμμα τους με το δικό μας ή κοιτάζουν κάπου αλλού που εμείς δεν βλέπουμε. Στιγμές από την καθημερινή ζωή στην πόλη, στο χωράφι, στο σαλόνι. Κοινή κληρονομιά μας στον κόσμο αυτό, η κληρονομιά που μας άφησαν οι ζωγράφοι. Γεννήματα των ματιών της ψυχής τους που ευφραίνουν και προκαλούν κύματα αγαλλίασης, ταραχής κι ερωτηματικών στη δική μας ψυχή. Σήματα, σύμβολα, ωκεανοί σχημάτων και χρωμάτων, μηνύματα κρυφά και φανερά. Δημιουργός χωρίς το θεατή δεν υπάρχει, όπως δεν υπάρχει και θεατής χωρίς δημιούργημα. Δίκαια τελικά, ο Σπύρος Παπαλουκάς είπε πως «αν η φύση είναι το θέλημα του θεού, η τέχνη είναι το θαύμα του ανθρώπου». Αγιογράφος και ζωγράφος δίδαξε στη Σιβιτανίδειο Σχολή κι επιμελήθηκε προσόψεις κτιρίων, όπως η περίφημη μπλε πολυκατοικία στα Εξάρχεια. Το 1921 εγκατέλειψε τις σπουδές του στο Παρίσι για να μετάσχει ως «πολεμικός ζωγράφος» στη Μικρασιατική Εκστρατεία μαζί με τους Περικλή Βυζάντιο (1893-1972) και Παύλο Ροδοκανάκη (1891-1958). Τα έργα και των τριών καλλιτεχνών από τη Μικρασιατική εκστρατεία εκτέθηκαν τον Ιούνιο του 1922 στο Ζάππειο. Έπειτα στάλθηκαν να εκτεθούν στη Σμύρνη, αλλά πάνω από 500 έργα του Παπαλουκά κάηκαν όπως κι η πόλη, όταν κατέρρευσε το μέτωπο.
Την ίδια περίπου περίοδο, μια γυναίκα ζωγράφος η Θάλεια Φλωρά Καββαδία ακολουθεί τον στρατό κι αποτυπώνει ζωγραφίζοντας, στέλνοντας ανταποκρίσεις στην «Εφημερίδα» της Αλεξάνδρειας, που εξέδιδε ο σύζυγός της. Σκέφτομαι τον διττό ρόλο των ζωγράφων αυτών, ως πολεμικών ανταποκριτών σε μια εποχή που η φωτογραφία δεν ήταν διαδεδομένη.
Σουρεαλισμός και Κυβισμός
Ολοκληρώνοντας την ξενάγηση περνάμε στα νεότερα ρεύματα που αντιπροσωπεύονται από τον Νίκο Εγγονόπουλο και τον Νίκο Χατζηκυριάκο Γκίκα. Συγκινησιακά φορτισμένοι από το μεγαλείο των όσων έχουμε αντικρύσει, ακούμε την ξεναγό να μας μιλά για τον Νίκο Χατζηκυριάκο Γκίκα. «Όποιος δεν αισθάνεται την ωραιότητα μιας ξύλινης φτωχικής παράγκας είναι ανίκανος να καταλάβει και να θαυμάσει τον Παρθενώνα», είχε πει ο ζωγράφος που ήταν απόγονος εύπορης οικογένειας και κράτησε τα επώνυμα και του πατέρα και της μητέρας του. Τα έργα του, επηρεασμένα από το ρεύμα του υπερρεαλισμού, καταλαμβάνουν σχεδόν μια ολόκληρη αίθουσα του μουσείου. «Το νερό», «Η γη», «Ο βράχος», «Ο ουρανός», τα στοιχεία του σύμπαντος κόσμου που μας περιβάλλει, δοσμένα αφαιρετικά, μας παραπέμπουν πάλι στα λόγια του: «Εκείνο που άδολα ψάχνω είναι να προσεγγίσω όσο είναι ανθρωπίνως εφικτό την υπέρτατη αλήθεια, εκείνη που ισοδυναμεί με την υπέρτατη ενέργεια. Την ενέργεια που, καθώς κινεί το σύμπαν, αποδεικνύει ότι ύλη και πνεύμα δεν αποτελούν παρά τις δύο όψεις μίας και της αυτής υπέρτατης δύναμης».
Η Κάτια Λιάπη, ζωντανό βιβλίο στην περιήγησή μας, μας αποχαιρετά με τα λόγια του Γκαίτε: «O άνθρωπος πρέπει κάθε μέρα ν' ακούει ένα γλυκό τραγούδι, να διαβάζει ένα ωραίο ποίημα, να βλέπει μια ωραία εικόνα και, αν είναι δυνατόν, να διατυπώνει μερικές ιδέες. Αλλιώτικα χάνει το αίσθημα του καλού και την τάση προς αυτό...» Αντικρύζοντας ένα έργο τέχνης γεννιέται μια μαγική, σχεδόν ερωτική, μυστηριακή στιγμή σύνδεσης των ψυχών. Τελικά ίσως είναι αυτή η επικοινωνία το ζητούμενο όταν κάποιος δημιουργεί, να επιτρέψει στον θεατή να αντιληφθεί και να κατανοήσει ένα κομμάτι της ύπαρξής του, να μοιραστεί μαζί του και να συνομιλήσει. Κι από την άλλη, ο θεατής να ανακαλύψει και να προσδιορίσει τους δικούς του λόγους ύπαρξης…
Ευχαριστούμε το Topos Travel που με τα «Μικρά Ταξίδια» του μας ξεναγεί σε άγνωστους χωρο-χρόνους! Για πληροφορίες, κρατήσεις και αναλυτικό πρόγραμμα: https://web.facebook.com/topostravel, Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε., τηλ.: 6932 735533. Σε όλες τις ξεναγήσεις χρησιμοποιείται ατομικό ηχητικό σύστημα ξενάγησης.