«– Τι κάνει; – Ονειρεύεται. – Ακόμα; – Ναι, γυρίζουν τα μάτια του κάτω από τα κλειστά βλέφαρά του. Σίγουρα ονειρεύεται ακόμα. – Απόλυσέ τον. – Μάλιστα, κύριε. – Τώρα τι κάνει; – Ονειρεύεται πάλι. – Σίγουρα; – Μάλιστα, κύριε. – Πάρ’ του το σπίτι. – Μάλιστα. – Τώρα τι κάνει; – Ονειρεύεται ακόμα, κύριε. – Μα πώς είναι δυνατόν; – Δεν ξέρω, κύριε. – Άσ’ τον νηστικό. – Μάλιστα, κύριε. – Τι κάνει; – Πάλι ονειρεύεται, κύριε... – Βγάλ’ του τα μάτια! – Του τα ’βγαλα, κύριε. Ακόμα ονειρεύεται. – Μπες μέσα στο όνειρό του. – Μάλιστα, κύριε. – Τι βλέπει; – Θάλασσες, ποτάμια, βουνά... Ταξιδεύει... – Πούλα τα. – Τα πούλησα, κύριε. – Τώρα; – Ονειρεύεται. Αγκαλιές, φιλιά, φίλους, αγαπημένους. – Απομόνωσέ τον. – Μάλιστα. – Τι κάνει; – Τραγουδάει, κύριε, τραγουδάει. – Κόψ’ του τη γλώσσα. – Χτυπάει στα χέρια έναν ρυθμό κι ονειρεύεται πάλι. – Κόψ’ του τα χέρια. – Χορεύει, κύριε. Χορεύει και ονειρεύεται ακόμα. – Κόψ’ του τα πόδια. – Το αίμα του έγινε ποτάμι, κύριε. Κυλάει με ορμή. Και μέσα του βούτηξαν άλλοι γυμνοί κι άλλοι με βάρκες, κρατώντας τύμπανα, νταούλια και γκρανκάσες και τούμπες και τρομπόνια και κορνέτες. Φωνές κι αλαλαγμοί. Τραγουδούν. Έρχονται κατά δω. – Τι θέλουν; – Εσάς, κύριε. Εσάς γυρεύουν. – Σώσε με. Σώσε με, πιστέ μου λακέ. – Δεν μπορώ, κύριε, ακούω το τραγούδι τους...» Απόσπασμα από το βιβλίο του: «Ο καιρός άλλαζε».
Είναι κάποιοι άνθρωποι που νομίζεις ότι τους ξέρεις από πάντα, που έχεις την αίσθηση ότι μεγαλώνετε μαζί. Τους συναντάς ξανά και ξανά, τα γραφόμενα κι οι μουσικές τους σου φαίνονται οικεία και γνώριμα. Που ενώ εκείνοι είναι οι καλλιτέχνες δημιουργοί κι εσύ είσαι στο κοινό τους, σου φαίνεται ότι μαζί τα κάνατε. Πως έχετε κοινή πορεία. Κι η αλήθεια είναι πως έχετε! Γιατί είστε πομπός και δέκτης. Δοχεία συγκοινωνούντα. Τραγουδάνε και γράφουν αυτά που θες να πεις κι εσύ, αυτά που αισθάνεσαι, αυτά που βιώνεις. Ο Δημήτρης Μητσοτάκης είναι ένας απ’ αυτούς. Βέβαια, πρέπει να ‘χεις γερό στομάχι για να μπορέσεις να διαβάσεις τους στίχους και τα γραφόμενά του. Αλλιώς άστο καλύτερα, θα βαρυστομαχιάσεις. Γιατί πολλές φορές ο Δημήτρης γίνεται ανατρεπτικός και καθρέπτης των ζόρικων που βλέπεις στον εαυτό σου, στην κοινωνία και στους άλλους, όλων αυτών που θέλεις να ξεχάσεις.
Οι λέξεις υπάρχουν για να μπαίνουν σε μια σειρά και να εκφράζουν καταστάσεις, σκέψεις, συναισθήματα. Ορισμένοι, όμως, το κάνουν αυτό περισσότερο εύστοχα και ευρηματικά. Ο Δημήτρης Μητσοτάκης ανήκει αναμφίβολα σε αυτή την κατηγορία. Μια δυνατή πένα που είτε γράφει τραγούδι, είτε γράφει βιβλίο τοποθετείται στο σήμερα, χωρίς να μασάει τα λόγια του, καλά γειωμένος στην εποχή μας. Αποτυπώνει πρόσωπα και καταστάσεις με ρεαλισμό αυθόρμητο, χωρίς ωραιοποιήσεις, με χιούμορ αλλά και με αλληλεγγύη.
«Τίποτα δεν είμαι, ρε μεγάλε. Ένας περιπλανώμενος κουμπαράς είμαι. Γουρουνάκι-κουμπαράς. Και μάλιστα, από κείνα που δεν ανοίγουν – σπάνε μια και καλή. Είμαι ένα πλυσταριό σε μονοκατοικία του Πειραιά του '60, ένα ξύλινο ποδοσφαιράκι στη Νίκαια του '70, μια ψείρα στην οδό Παμίσου, εμετός στην Καλλιθέα του '80, ένας περαστικός στην πλατεία Βικτωρίας του '90 … Είμαι ο μοναδικός θεατής της παράστασης που ανέβασα», γράφει στο πρώτο του βιβλίο «Καυτή Σούπα» το 2007.
Η υποψία ότι δεν είναι αλήθεια αυτή η περιβόητη φράση με την οποία ξεκινούν τα μυθιστορήματα: «Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα ή καταστάσεις είναι προϊόν μυθοπλασίας», με τα βιβλία του Δημήτρη επιβεβαιώνεται πλήρως. Καταστάσεις και φιγούρες πολύ ρεαλιστικές, ένα ξεμπρόστιασμα της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας μέσα από τους διαλόγους των ηρώων του. Κάθε ήρωας ζει τα δικά του ευτράπελα, τις δικές του συγκινήσεις, το δικό του δράμα, τους δικούς του φόβους (φόβοι που δύσκολα θα διαφωνήσει κανείς ότι δεν τους νιώθουμε οι περισσότεροι). Φιγούρες «στου καραγκιόζη την παράγκα» κι άλλες «ξεπλένουν τα όνειρά τους στη λάντζα».
Στα τραγούδια του ο Δημήτρης Μητσοτάκης μπορεί να εκφράσει με μεγάλες αλήθειες μέσα σε τρία-τέσσερα λεπτά, είτε είναι ερωτικός, γιατί «δεν είναι υπόθεση ο έρωτας φτηνών σουξέ», είτε είναι καυστικός, «εμείς θα λέμε για παιδιά που γίναν στάχτη και για γυναίκες που πεθαίνουν σιωπηλές», είτε είναι απλά καθημερινός «αν ήτανε οι μπάμιες κρουασάν…». Όσο για τις ζωντανές εμφανίσεις, σίγουρα σε ταξιδεύουν σε θάλασσες μελωδίας, σε ξεσηκώνουν, ενώ την επόμενη μέρα στη δουλειά μπορεί να αναρωτηθείς: «Με τον ήλιο τελικά ποιος είναι φίλος, ο βρεγμένος, ο φτωχός ή ο στεγνός;»
Σε λίγο καιρό περιμένουμε να προβληθεί και στην Αθήνα η ταινία-μεταφορά του μυθιστορήματος «Η Μονοκατοικία» που προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Ο Δημήτρης Μητσοτάκης, μουσικός και συγγραφέας, γεννήθηκε στον Πειραιά. Από νεαρή ηλικία εργάστηκε ως μουσικός και το 1994 δημιούργησε το συγκρότημα Ενδελέχεια, στο οποίο συμμετείχε ως στιχουργός, συνθέτης και ντράμερ έως το 2009. Τι να πρωτοπεί κανείς για τα τραγούδια που άφησαν εποχή: «Διαμαντένια προβλήτα», «Βουτιά από ψηλά», «Εδώ μωρή θα λέγεσαι Μαρία», «Τι τραγούδι να σου πω» και πολλά άλλα. Από το 1994 εργάζεται ως μουσικός επιμορφωτής στο ΚΕΘΕΑ Διάβαση, ενώ διευθύνει το μουσικό εργαστήρι του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Μετά τους Ενδελέχεια και μέχρι σήμερα, εξακολουθεί να γράφει εμβληματικά τραγούδια και να συνεργάζεται με σπουδαίους καλλιτέχνες και τραγουδοποιούς (Μάρθα Φριντζήλα, Γιάννης Χαρούλης, ΘΡΑΞ ΠΑΝΚC).
«Η διαφορά του να ροκάρεις στη σκηνή από το να ροκάρεις στο χαρτί είναι… το κοινό. Στην πρώτη περίπτωση σε γιουχάρουν άμεσα», είχε πει σε συνέντευξή του στο περιοδικό «Διαβάζω». Κι ενώ μπορώ να πω με βεβαιότητα – αυτό που χρόνια τραγουδάει ο ίδιος – πως «αξίζει τον κόπο» μια νύχτα να τη βγάλεις με ένα βιβλίο του, ο ίδιος δηλώνει ότι δεν είναι συγγραφέας, αλλά μουσικός και γράφει «σαν να βαράει τα τύμπανα – τα πληκτρολόγια αναστενάζουν!»