Στο νησί... των Αθηνών!
Με αυτά τα λόγια, ο Δημήτρης Μυταράς μας καλωσορίζει στην Παναγιά Καταφυγιώτισσα, στον όρμο Καταφυγή στο Θυμάρι Αττικής. Ένα μικροσκοπικό εκκλησάκι, ντυμένο στα λευκά, ανάμεσα σε βράχο, θάλασσα και μοβ ανεμώνες. Στέκει επάνω σ’ ένα ακρωτήρι, στον συνοικισμό Αίολος, ανάμεσα στην Παλαιά Φώκαια και τα Λεγρενά, στον δρόμο για το Σούνιο... Τώρα με την καραντίνα, βλέπεις, αναγνώσαμε ξανά ο καθένας τον τόπο του, και, να, η Μαρίνα ανακάλυψε παράξενα ξωκλήσια εξερευνώντας τις ακτές της Βουλιαγμένης και τα μονοπάτια του Υμηττού, η Χριστίνα τις «κρυφές» παραλίες του Σουνίου, ο Χρήστος τις αντίστοιχες του Κορινθιακού. Παράξενοι που είμαστε οι άνθρωποι! Εγώ τόσα χρόνια, για παράδειγμα, δεν τις καταδεχόμουνα τις θάλασσες της Αττικής – νησιώτισσα βλέπεις – πώς άλλωστε να τις συγκρίνεις με εκείνες του Αιγαίου... Και παρότι ανέκαθεν εκτιμούσα το γεγονός πως ζω σε μια πρωτεύουσα που περιτριγυρίζεται από θάλασσες, τώρα το ένιωσα, ας πούμε, στο πετσί μου.
Ειδικά τον Ιούνιο και αργότερα, πάλι, τον Σεπτέμβριο, ιδίως τις καθημερινές, απολαμβάνεις στιγμές κι εικόνες βγαλμένες από νησί... Το νησί των Αθηνών! Και, να, το Νησί Ντούνη στην Αλθέα – όπου πας περπατώντας από την ακτή κι αν το προλάβεις έχεις ένα παραλιάκι αποκλειστικά για σένα – η κρυφή παραλία της Αλθέας με τον βράχο καταμεσίς της θάλασσας που μοιάζει με «της Γριάς το Πήδημα», τη διάσημη παραλία της Άνδρου και όπου μετά λύπης και θυμού διαπιστώσαμε πως κάποιοι ιδιώτες έχουν κλείσει την πρόσβαση. Το πανέμορφο Μαύρο Λιθάρι, έπειτα, η παραλία γυμνιστών Αγίου Νικολάου, τα πάλαι ποτέ και δημοφιλή πλέον ΚΑΠΕ (τα αρχικά από το Κέντρο Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας στο οποίο ανήκει η περιοχή), με τη διπλή παραλία των... φέροντας μαγιό και των γυμνιστών, οι αμμοθίνες της κύριας παραλίας των Λεγρενών – ένας πανέμορφος προστατευόμενος βιότοπος με σπάνια χλωρίδα – συνθέτουν τη «μυστική» καλοκαιρινή Αττική.
Παραλίες όλες τους ανοργάνωτες, με τη δική σου ομπρέλα αλλά και με φυσικές σκιές, εκείνη που έμελλε να μου κλέψει την καρδιά ήταν αυτή της Παναγιάς Καταφυγιώτισσας. Όχι η φανερή αλλά η δεύτερη... η κρυφή. Αυτή που για να τη βρεις πρέπει να αφήσεις το αμάξι, να περάσεις την κλειστή μπάρα, να διασχίσεις την οδό... Τραμουντάνας κι έπειτα το μονοπατάκι που θα σε οδηγήσει στις σκάλες ενός μικρού παραδείσου. Από δεξιά κι αριστερά βράχοι που σχηματίζουν μορφές, πίσω της αλμυρίκια κι εκείνα τα μαβιά παχύφυτα δίπλα από το μικροσκοπικό καταρρακτάκι – σαν μινιατούρα πλάι σε μπονζάι, να χαρίζει απλόχερα τη δροσιά του. Διαβάζω πως ονομάζονται Μπούζι ή Μεσημβριάνθεμα, καθώς μένουν ανοιχτά μόνο στο φως του ήλιου. Μας ήρθαν από την Αφρική και ανήκουν στο γένος Aizoazeae, λέξη παράξενη στ’ αυτιά, που προέρχεται από τα ελληνικά, υποδηλώνοντας το «αείζωον» – αυτό που ζει για πάντα. Τι είναι άραγε αυτό που ζει για πάντα;
Το άξιον εστί...
Το μικρό μας μυστικό έκρυβε, βλέπεις, μέσα του ακόμη ένα, πιο μεγάλο. Την ίδια την Παναγιά την Καταφυγιώτισσα, τη μικροσκοπική γαλανόλευκη εκκλησιά αγιογραφημένη... διαφορετικά, δια χειρός Δημήτρη Μυταρά. Μια καλλιτεχνική εγκατάσταση θα μπορούσε να πει κανείς, αλλοπρόσαλλα θα πει άλλος – ή μήπως όχι; «Δεν είμαι αγιογράφος. Όμως η ζωγραφική μου είναι κοντά στην ουσία της παράδοσης. Η βυζαντινή τέχνη είναι μια πολύ μεγάλη τέχνη. Εξελίχθηκε από την αρχαία ελληνική ζωγραφική, τα πορτρέτα φαγιούμ και προωθήθηκε από το θεοκρατικό σύστημα του Βυζαντίου στη διαμόρφωση ενός ύφους διαφορετικού, που επηρέασε την Αναγέννηση. Είναι η ζωγραφική καταγωγή μας, γιατί υπακούει στο ελληνικό φως. Οι σκιές είναι θερμές, τα φώτα ψυχρά. Ο τρόπος που αναλύει το περιβάλλον και την παράθεση των χρωμάτων πέρασε και στη σημερινή ζωγραφική. Το ελληνικό φως είναι διαφορετικό. Δίνει την αίσθηση του χρυσού και κάνει τα αντικείμενα τρεις φορές πιο φωτεινά. Ζωγράφισα ό,τι έβλεπα γύρω μου και με συνέπεια στη βυζαντινή άποψη ως προς το χρωματολόγιο, όχι ως προς το θεματολόγιο», αναφέρει στις σημειώσεις του ο ζωγράφος.
Έτσι, με διάχυτο παντού αυτό το έντονο κίτρινο της ώχρας και του ήλιου, όμοιο μ’ εκείνο που συναντάμε ως φόντο στις παραδοσιακές βυζαντινές εικόνες – σαν μια εικόνα ολόκληρη – μας υποδέχτηκε η Παναγιά στο Καταφύγι. Πουλιά, λουλούδια κι άνθρωποι με φτερά, με τη χαρακτηριστική βαριά και γήινη μορφή που ‘χουν οι άνθρωποι στα έργα του ζωγράφου, διακοσμούν ολόκληρο το εσωτερικό της. Είναι μορφές-άνθρωποι, θα πει ο ίδιος, που κουβαλούν την αίσθηση του Θείου και ενώνουν τον κόσμο μας με την επουράνια δημιουργία. Εξαιρετικά λόγια, από έναν καλλιτέχνη που τα έργα του διακρίνουν η λιτότητα, η αφαίρεση και η χρωματική ένταση. Ο ίδιος απέφευγε να αυτοπροσδιοριστεί ως ζωγράφος, «εγώ απλά ζωγραφίζω», συνήθιζε να λέει, «εδώ ο Βανγκόγκ δεν δήλωνε ζωγράφος, φαντάσου... είναι πολύ μεγάλες κουβέντες αυτές», δηλώνει σε συνέντευξή του. Τι μας φέρνει άραγε κοντά στον θεό; Οι άνεμοι, η φύση, η προσευχή, η παιδική αθωότητα, οι εκκλησιές κι οι θάλασσες, οι απόμακροι βοσκοί των βουνών, ή μήπως η αρρώστια; «Μα τι παράξενη τεχνοτροπία για εκκλησιά!» – θα συμφωνήσουμε όλοι. Έχει μέσα της τη χαρά και τη ζωή, θα διακρίνω εγώ, «θα μπορούσα να κοιμηθώ εδώ», θα πει η Χριστίνα, που της θύμισε παιδική ζωγραφική. Κάτι λίγο από την αθωότητα του ζωγράφου Θεόφιλου, τη συμπληρώνω, με εκείνη την αφοπλιστική αφέλεια της πρώτης πινελιάς, της αθωότητας του πρώτου αγγίγματος. Είναι το πρώτο άγγιγμα θεϊκό; Μπορεί και να είναι. «Στην αρχή το φως και η ώρα η πρώτη, που τα χείλη ακόμη στον πηλό δοκιμάζουν τα πράγματα του κόσμου», γράφει ο Ελύτης στο Άξιον Εστί, στον πρώτο ύμνο της Γενέσεως...
«Aγαπάς, σέβεσαι ορισμένα πράγματα και κάποια στιγμή αρχίζεις να τα ξεχωρίζεις. Τι είναι το ένα; Τι είναι το άλλο; Τι είναι η θρησκεία; Πόσο ουσιαστικό είναι αυτό στη ζωή ενός ανθρώπου; Τι του δίνει ή τι δεν του δίνει; Ο Χριστός μίλησε συγκλονιστικά και πλήρωσε πολύ ακριβά γι’ αυτό. Μάταια προσπαθούμε να κάνουμε πράξη τον λόγο του», αναφέρει ο ίδιος ο Μυταράς, ο οποίος αγιογράφησε δωρεάν το εκκλησάκι. «Όταν προσφέρθηκα να εικονογραφήσω το εκκλησάκι είπα ότι δεν θέλω χρήματα, όχι για να πάω στον παράδεισο, αλλά για να μη μου επιβάλλουν οι άλλοι τις απόψεις τους. Το αποτέλεσμα μπορεί να ξενίζει, να μοιάζει προκλητικό, όμως το εκκλησάκι αυτό είναι μια προσευχή που πάντα χρωστούσα. Όταν σταθείς εκεί, θα αισθανθείς την επαφή με τον Θεό καθώς φυσούν οι άνεμοι». Άνεμοι-μορφές, θα πει αλλού, «που κουβαλούν τον πόνο της ανθρώπινης μοίρας». «Δεν πιστεύω στον Θεό», θα δηλώσει σε κάποια από τις συνεντεύξεις του, «λατρεύω όμως τον Χριστό, τον Βανγκόγκ και τον Μπετόβεν. Γιατί και οι τρείς υπέφεραν πολύ, βασανίστηκαν». Και αλλού: «Δεν είμαι φανατικά χριστιανός, είμαι βαθύτατα χριστιανός...»
Το πορτραίτο ενός ζωγράφου
Ο Δημήτρης Μυταράς γεννήθηκε στις 18 Ιουνίου του 1934 στη Χαλκίδα και η ζωή τού έδειξε από πολύ νωρίς το σκληρό της πρόσωπο. «Tα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα στην Κατοχή. Ζήσαμε σε μία κόλαση τότε. Μου έλειπε και η μητέρα μου... Δε τη γνώρισα ποτέ, πέθανε, όταν ήμουν μερικών ημερών... Ίσως και για αυτό να μου αρέσει να ζωγραφίζω πολλές γυναίκες... Λέγανε στον δρόμο, ‘μην τον πειράζετε, είναι ορφανός’... Ίσως για αυτό να σέβομαι πολύ τους απλούς ανθρώπους, εκείνους που είναι άτυχοι», είχε δηλώσει στην εκπομπή «Προσωπικά» της Έλενας Κατρίτση. Κι ίσως γι’ αυτό, θα πω εγώ, είχε αυτήν την τόσο ευαίσθητη ματιά γύρω από κοινωνικά θέματα: «Τι θα πει "λαθρομετανάστες" και "μετανάστες"; Εμείς τι ήμασταν τόσα χρόνια; Μετανά-στες στη Γερμανία! Ο πατέρας μου πήγε μετανάστης στην Αμερική μετά το ’22, δούλεψε εκεί, ήταν πολύ δύσκολα...» Μετά την ενηλικίωσή του, σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών με δάσκαλο τον Γιάννη Μόραλη, ο οποίος ξεχώρισε το ταλέντο του και τον έστειλε με υποτροφία να συνεχίσει τις σπουδές του στη Γαλλία. «Κι αν έχω βάψει σπίτια στο Παρίσι», αναφέρει σε συνέντευξή του, προκειμένου να τα βγάλει πέρα οικονομικά κατά τη διάρκεια της παραμονής του εκεί. «Κι όχι τίποτ’ άλλο, δεν πήραν και καμιά αξία μετέπειτα», συμπληρώνει με το γλαφυρό του χιούμορ, που δεν έχασε ακόμη κι όταν η αρρώστια τον τύφλωσε, καθιστώντας αδύνατο πια γι’ αυτόν να ζωγραφίσει. «Σκεφτείτε τον Μπετόβεν», είχε πει, «που γεννήθηκε κουφός και δεν μπόρεσε ποτέ να ακούσει αυτά που έγραψε!» «Στον ύπνο μου το βλέπω το εργαστήριο, έχω κάνει τόσα έργα στον ύπνο μου που δε μπορείς να φανταστείς... Ήταν μια φριχτή δοκιμασία για μένα, ευτυχώς που είχα τους δικούς μου ανθρώπους κοντά μου... Αναθεώρησα πολλά πράγματα, με έκανε να σκεφτώ βαθύτερα, έβαλα σε τάξη αυτά που πρέπει να υπολογίζουμε. Τελικά το πιο σημαντικό είναι η σχέση που έχουμε με τους ανθρώπους δίπλα μας», θα πει λίγο πριν το τέλος. Στην πραγματικότητα το γνώριζε πάντα αυτό, ο ανρθωποκεντρικός ζωγράφος που ανέκαθεν στα θέματά του κυριαρχούσαν οι άνθρωποι... «Ο έχων δύο χιτώνες να δίνει τον έναν, είπε ο Χριστός, το ξεχνούν αυτό οι κληρικοί που καλά θα κάνουν να ξαναδιαβάσουν την Καινή Διαθήκη. Σήμερα ισχύει το: κάνατε τον οίκο του θεού, οίκο εμπορίου», έχει επίσης δηλώσει. Ο Μυταράς είχε στο βιογραφικό του πολλές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. διετέλεσε πρύτανης της ΑΣΚΤ, και εκτός από τη ζωγραφική, ασχολήθηκε με τη σκηνογραφία. Έφυγε τον Φλεβάρη του 2017, στα 83 του χρόνια. Την Παναγιά Καταφυγιώτισσα ζωγράφισε το 2004. Δίπλα του, ο βοηθός του, κ. Ευάγγελος Βάκουλας, ο οποίος έχει διατελέσει και πρόεδρος του Πολιτιστικού - Εξωραϊστικού Συλλόγου «Ο ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ», που είναι υπεύθυνος για το εκκλησάκι. «Μη φοβάσαι δεν θα κάνω τίποτα βλάσφημο» του είχε πει τότε, ο Μυταράς. «Αγιογράφος δεν είμαι», επαναλαμβάνει ο ζωγράφος. «Το έφτιαξα, όπως το ένιωσα εκείνη τη στιγμή. Έβαλα ένα μάτι που βλέπει ο Θεός και ζωγράφισα τον Χριστό και την Παναγία. Και τεράστιους αγγέλους. Μπήκε ένας δεσπότης στο εκκλησάκι και μου είπε: “κ. Μυταρά, είστε καλά; Τι κάνετε; Πού είναι το τέμπλο; Οι άγιοί μας;”. Ήταν τόσο φοβισμένος, σαν να είχε δει τον διάβολο! Εγώ έτσι είδα τον Θεό. Τον Θεό τον βλέπω γύρω μου στη φύση! Ο Θεός καταγράφεται στον χώρο!», αναφέρει. Και την τέχνη κύριε Μυταρά; Πού τη συναντάμε; Τι είναι τέχνη; Θα τον ρωτούσα κι εγώ με τη σειρά μου σε κάποια φανταστική μας συνέντευξη. Μα τον ρώτησε, λέει, κάποιος κάποτε μέσα σε ένα... ασανσέρ μιας υπηρεσίας. «Τέχνη είναι, μόλις ανοίξει η πόρτα, να βγεις και να αρχίσεις να τραγουδάς. Αλλά να το κάνεις με την ψυχή σου», ήταν η απάντηση που έλαβε. «Πρέπει όμως να έχεις και τον δαίμονα μέσα σου, το δαιμόνιο...», όπως συνήθιζε να λέει για τους καλλιτέχνες. Λίγο πιο κάτω, στο ταβερνάκι Ακρογιάλι, πάνω στην αμμουδιά, ατενίζουμε τον φωταγωγημένο Ναό του Ποσειδώνα. Ήταν τα βράχια του Σουνίου όπου, σύμφωνα με τον μύθο, έπεσε ο Αιγαίας, όταν του μήνυσαν πως ο γιος του είναι νεκρός. Θα πιώ το πρώτο ουζάκι της χρονιάς – σπονδή στις ψυχές των ανθρώπων. Εκείνων που έφυγαν, μα κι εκείνων που μένουν. «Ελευθερία ή θάνατος», θυμάμαι τη σημαία της Επανάστασης που ανέμιζε πάνω από την ακτή της Καταφυγιώτισσας. Κι έτσι πάντα λεύτερη να είναι η ψυχή μας· ορθάνοιχτη κι ένθεη σαν Ανεμόεσσα. Ας πιούμε σε αυτό.
Ευχαριστούμε τον κ. Δημήτρη Χελιώτη και τον Σύλλογο «Ο ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ» στον όρμο Καταφυγή που διαχειρίζεται το εκκλησάκι. Η Παναγιά Καταφυγιώτισσα δεν ανήκει στη Μητρόπολη, δύναται όμως να φιλοξενήσει Μυστήρια, κατόπιν συνεννόησης με τον σύλλογο. Για λόγους προστασίας του χώρου, πέραν της Μεγάλης Εβδομάδας, η εκκλησιά παραμένει κλειστή για το κοινό και επισκέψεις πραγματοποιούνται κατόπιν προηγούμενου αιτήματος στον σύλλογο.
Η «κρυφή» παραλία της Καταφυγιώτισσας, δεν χωράει πολλούς κι όταν πήγαμε, μια Κυριακή του Μάη, διαπιστώσαμε πως δεν ήταν και τόσο κρυφή, όσο νομίζαμε. Αξίζει όμως να πούμε, πως όλοι ανεξαιρέτως σέβονταν το γύρω περιβάλλον, λες κι αυτό έχει τη δύναμη να επιβάλλει την παρουσία του. Δίπλα, όπως κοιτάς τη θάλασσα από αριστερά, αν διασχίσεις τα βραχάκια υπάρχει ακόμα μια μικροσκοπική πλαζ που πολλοί επιλέγουν για περισσότερη απομόνωση.
Ο βυθός της περιοχής ενδείκνυται για καταδύσεις και ψαροντούφεκο, οπότε συχνά-πυκνά θα συναντήσετε εδώ πολλούς ερασιτέχνες δύτες.