Skip to main content

Νύχτες στις σκιές των βράχων

Το θερινό φως παραχωρεί σταδιακά τη θέση του στη νύχτα, που έρχεται πια νωρίτερα, έχοντας τον παλμό, την ένταση και την αγωνία του καινούριου και του άγνωστου που φέρνει μαζί του ο χειμώνας. Κάπως έτσι αισθανόμαστε τη διαφορετικότητα της εποχής, αφού ζακέτα δε χρειαζόμαστε, όπως παλιά. Καρτερούμε τα πρώτα δροσερά βράδια βουτηγμένοι στη νοσταλγία, απομακρυνόμαστε από τις καλοκαιρινές συντροφιές κι οι αναμνήσεις εξαϋλώνονται. Η μεγάλη μέρα φθίνει, η κινητικότητα γίνεται πιο έντονη, η ζέστη μπλέκεται με την υγρασία και κοιτάμε τις καλλιτεχνικές ατζέντες του φθινοπώρου για να κάνουμε τις υπαίθριες σκηνές, γέφυρα στη μετάβαση. Μένουμε λίγο ακόμη έξω, όσο ο καιρός το επιτρέπει, να δροσιστούμε, να ακούσουμε μουσικές, να χορέψουμε, να απολαύσουμε θεατρικές και χορευτικές παραστάσεις στα μικρά θεατράκια στις γειτονιές και τις πλατείες, στους μεγαλύτερους συναυλιακούς χώρους, στα στάδια και στα αρχαία θέατρα. Εφόδια για να βάλουμε μπρος όποιο σχέδιο καταστρώσαμε και να προετοιμαστούμε για ό,τι μας μέλλει να βιώσουμε τη σεζόν που ανοίγει.

Μεγάλη η συγκίνηση, όταν πέρυσι επιτέλους ξανάνοιξε το θέατρο του Λυκαβηττού. Θέατρο που σχεδίασε στο κενό του λατομείου που υπήρχε εκεί, ο αρχιτέκτονας Τάκης Ζενέτος τη δεκαετία του ‘60. Λένε ότι ο Ζενέτος για να κάνει «τσεκ ήχου», μιας που δεν υπήρχαν τα σύγχρονα ακουστικά μέσα, έβαζε την Άννα Συνοδινού να κάνει πρόβες καθημερινά, για να τεστάρει την ακουστικότητα. Η Συνοδινού, η εμπνεύστρια του θεάτρου, ήταν και η πρώτη του πρωταγωνίστρια, τον Ιούνιο του 1965, ως «Αντιγόνη» του Σοφοκλή. Από τότε ως σήμερα, το θέατρο δεν σταματά να γνωρίζει δόξες. Σκαρφαλωμένοι στα βράχια ή καθισμένοι στις κερκίδες, οι θεατές σμίγουν τις φωνές και τις καρδιές τους. Τον Αύγουστο του 1977 ο Μάνος Κατράκης αφηγείται το «Άξιον Εστί» του Ελύτη και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης ερμηνεύει υπό τη διεύθυνση του Μίκη Θεοδωράκη, μπροστά σε ένα πλήθος που τους αποθεώνει.

Όμως, το θέατρο του Λυκαβηττού δεν είναι το μόνο παράδειγμα καλλιτεχνικής αξιοποίησης της βιομηχανικής κληρονομιάς των λατομείων. Το 1983, με πρόταση του Μίνωα Βολανάκη χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το παλιό νταμάρι «Αίμος» της Πετρούπολης, για πολιτιστικές εκδηλώσεις. Ως γέννημα - θρέμμα της περιοχής, θυμάμαι ότι δήμαρχος ήταν ο Νίκος Παξιμαδάς που συνεργάστηκε με την τότε Υπουργό Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη. Το όραμά τους έγινε θέατρο και με την σύμπραξη των δήμων Πετρούπολης, Περιστερίου, Αγίων Αναργύρων και Καματερού, κι εμείς, «οι πρίγκιπες της Δυτικής όχθης» όπως τραγουδούσαν οι Πυξ-Λαξ, βρήκαμε το υπαίθριο θέατρό μας στο νταμάρι μας, που είχε ως έμβλημα το πανύψηλο καμίνι εμπρός του. Εκεί που πηγαίναμε όταν σχολάγαμε ή όταν το σκάγαμε από το σχολείο, στους πρόποδες του Ποικίλου όρους, έφηβοι πια, να ακούσουμε πρώτη φορά ζωντανά τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου.

Την ίδια χρονιά (1983) στον λόφο «Σελεπίτσαρι», στα σύνορα με το Κερατσίνι, απαλλοτριώνεται η περιοχή των λατομείων (γνωστή ως «Κοκκινόβραχος») και ενώ ανοίγει τις πόρτες του Κατράκειο θέατρο της Νίκαιας, όραμα κι έμπνευση κι αυτό του Βολανάκη,. Δυο - τρία χρόνια αργότερα, στην αντίπερα «όχθη» της Αθήνας, στον λόφο Κοπανά, τα βράχια του Υμηττού στον Βύρωνα αλλάζουν χρώματα και το λατομείο μετατρέπεται σε ένα μαγικό σκηνικό. Νύχτες στις σκιές των βράχων, στα νταμάρια με την εξωπραγματική μορφολογία, που μοιάζουν με τοπία σεληνιακά, τόσο απόκοσμα, τόσο γεμάτα από κόσμο. Ιαχές και φωνές, υψωμένα χέρια, κραυγές ενθουσιασμού κι έντονο μπιζάρισμα μέχρι να ξαναβγούν στην σκηνή οι θρύλοι της εκάστοτε μουσικής σκηνής!

Πριν τα νταμάρια, την τιμητική τους είχαν, βέβαια, τα αναψυκτήρια. To «ΑΚΡΟΝ» του Γιάννη Μπουρνέλη στην Λένορμαν, στον Κολωνό, από το 1975 ως το 1995 φιλοξενεί τα μεγάλα ονόματα του ελληνικού πενταγράμμου: Χαρούλα Αλεξίου, Γιάννη Πουλόπουλο, Γιάννη Πάριο, Άννα Βίσση και πόσους άλλους. Μας κουβαλούσαν οι γονείς μαζί τους και πίναμε γρανίτες, ενώ κάποιες φορές μας έπαιρνε ο ύπνος στην καρέκλα. Το κέντρο της Αθήνας είχε το δικό του αναψυκτήριο, το «Άλσος» στο Πεδίο του Άρεως, το σημερινό θέατρο «Άλσος». Μετά μεγαλώσαμε και πήραμε απόσταση από τα ακούσματα των γονιών μας κι ανακαλύψαμε τα μεγάλα αρχαία στολίδια: το Ηρώδειο στην Διονυσίου Αρεοπαγίτου, το ρωμαϊκό ωδείο που έφτιαξε ο Ηρώδης ο Αττικός στους πρόποδες της Ακρόπολης και το Παναθηναϊκό Στάδιο, το Καλλιμάρμαρο. Ταξιδέψαμε ως την Επίδαυρο και είδαμε αρχαίες τραγωδίες. Κι όσο μεγαλώναμε άλλαζαν τα γούστα κι οι προτιμήσεις και μεταφερόμασταν σε άλλους χώρους, πηγαίνοντας όπου έλεγε η καρδιά. Έτσι είδαμε φαντασμαγορικούς θιάσους, χορευτές, τραγουδοποιούς, στον κήπο του Μεγάρου Μουσικής, στα Λιπάσματα στη Δραπετσώνα, στην Τεχνόπολη στο Γκάζι, μεγάλες μπάντες και θρύλους της ροκ, στο Terra vibe στη Μαλακάσσα.

Με πείσμα πορευόμαστε ακόμη με τη δύναμη των στίχων και τη μαγεία της μουσικής. Μας ξεσηκώνουν και μας συνεπαίρνουν τα δυνατά σόλο, οι πειραματισμοί στις μουσικές και στις σκηνοθεσίες. Φτιάχνουμε εικόνες που γίνονται αναμνήσεις υπεύθυνες για το αύριό μας. Ρίχνουμε και καμιά κλεφτή στα άστρα και κάπου παίρνει το μάτι μας τον Λουκιανό, το κόκκινο φουλαράκι του Παπάζογλου, τον Τζιμάκο, τον Δημήτρη Μητροπάνο να τραγουδάνε ακαπέλα. Γινόμαστε μια λαϊκή χορωδία που τραγουδά με πάθος κι ένταση:

«Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε αδελφέ μου απ' τον κόσμο, Εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο» - Γιάννης Ρίτσος.

 

 

«Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε αδελφέ μου απ' τον κόσμο, Εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο» - Γιάννης Ρίτσος.

Προτάσεις