
Όλυμπος
Στο σπίτι των θεών
Ελασσόνα, η λευκή πόλη
Το σκοτάδι είναι πυκνό καθώς φτάνω στην Ελασσόνα. Βλέπετε, η αλλαγή της ώρας αναγκάζει τον φωτοδότη ήλιο να βυθιστεί νωρίτερα πίσω από τα θεόρατα θεσσαλικά βουνά. Το κρύο έχει ήδη κάνει την εμφάνισή του αλλά με περιμένουν άνθρωποι με ζεστασιά ψυχής. Τους συναντώ δίπλα από το πέτρινο τοξωτό γεφύρι, πάνω από τον Ελασσονίτη ποταμό. Η Χρύσα, ο Γιάννης, η Σεβαστή θα με συντροφεύσουν τις επόμενες μέρες στη θεσσαλική γη. Με προϋπαντίζουν με παραδοσιακές πίτες και γλυκό κρασί· ό,τι χρειαζόμουν δηλαδή! Ανήκουν στο δυναμικό του ΑΕΝΟΛ, του τοπικού αναπτυξιακού οργανισμού και θέλουν να δείξουν σε όλο τον κόσμο πόσο όμορφος είναι ο τόπος που ζουν.
Το επόμενο πρωί, ξυπνώ με τις κότες (κυριολεκτικά) για να απολαύσω την Ελασσόνα λουσμένη με το φως της ημέρας. Η περιοχή κατοικείται από την εποχή του Ομήρου. Ο ίδιος γράφει στη Β’ Ραψωδία για τον Πολυποίτη, γιο του Πειριθόου από τη «λευκήν Ολοσσών». Η πόλη, εδώ και χίλια χρόνια, αναφέρεται ως Ελασσόνα, μάλλον γιατί εκπέμπει ένα μυστηριώδες και λυπητερό ύφος σαν την ελάσσονα κλίμακα στη μουσική! Επισκέπτομαι το πλέον σημαντικό μνημείο της περιοχής, το βυζαντινό γυναικείο μοναστήρι της Παναγιάς της Ολυμπιώτισσας. Περνώ την πύλη και μπροστά μου ορθώνονται μεγαλοπρεπή κτίρια και στο κέντρο της αυλής, ο περίκλειστος ναός. Καθώς ανάβω ένα κερί, το βλέμμα μου τραβά μια δωρικού ρυθμού αρχαία κολώνα μες τη μέση του πρόναου. Μια μοναχή, βλέποντας την απορία μου, μου εξηγεί πως στη θέση του σημερινού μοναστηριού υπήρχε αρχαίος ναός και τα μάρμαρά του χρησιμοποιήθηκαν για το χτίσιμο της μονής την εποχή της δυναστείας των Παλαιολόγων. Η ονομασία “Παναγία Ολυμπιώτισσα” οφείλεται στο ότι η αντίστοιχη εικόνα προέρχεται από παλιό μοναστήρι της Καρυάς του Ολύμπου με έναν θρύλο να τη συνοδεύει.
Έχει χαραχθεί και σηματοδοτηθεί μια εξαιρετική ποδηλατική διαδρομή 110 χλμ., που κινείται σε επαρχιακό οδικό δίκτυο μέσα από γραφικά χωριά, πριν καταλήξει στο Δέλτα του Πηνειού. Κάθε στάση προσφέρει κάτι ξεχωριστό: παραδοσιακή αρχιτεκτονική, ήσυχα δάση, καταπράσινα λιβάδια και μοναδικά τοπία που αποπνέουν γαλήνη.



Αντικρίζοντας την Ελλάδα από ψηλά, νιώθεις περήφανος για το κατόρθωμά σου να υπομείνεις και να επιμείνεις μέσα από τις αντιξοότητες.
Όλυμπος, επιβλητική ομορφιά
Προσκυνώ με κατάνυξη και αποχωρώ βιαστικά. Ο χρόνος λιγοστός γιατί μας περιμένει η μεγαλύτερη πρόκληση και συνάμα ένα όνειρο ζωής: η ανάβαση στον Όλυμπο, στο ψηλότερο βουνό της Ελλάδας. Μαζί με τους οικοδεσπότες και άλλους ονειροπόλους ταξιδευτές, φτάνουμε στα Καλύβια, ένα χωριό στους πρόποδές του, κοντά στα 700 μέτρα υψόμετρο. Είναι γνωστό ως το χωριό που δεν έχει ούτε έναν άνεργο! Και πώς θα γινόταν αλλιώς, αφού στις παραδοσιακές κτηνοτροφικές επιχειρήσεις που υπάρχουν, οι νέοι διαδέχονται τους παλαιότερους, παραλαμβάνοντας τη σκυτάλη. Επιβιβαζόμαστε στα off road οχήματα που μας περιμένουν. Οπλιζόμαστε με υπομονή, όπως μας προειδοποιεί ο οδηγός μας, ο Τάσος από το Λιτόχωρο. Μπροστά μας ο χειρότερος δρόμος στην Ελλάδα, ένα κακοτράχαλο μονοπάτι με μικρές και μεγάλες πέτρες που περνά μέσα από τον Εθνικό Δρυμό. Ταξίδι μιάμισης ώρας, για απόσταση 22 χιλιομέτρων μέχρι το καταφύγιο Χρηστάκη στα 2.450 μέτρα υψόμετρο!
Τα όσα βλέπουμε στη διαδρομή, βέβαια, μας αποζημιώνουν. Όλο κι ανεβαίνουμε, οδηγώντας πάνω στην απόκρημνη πλαγιά, όπου η κλίση του εδάφους μας κάνει να νομίζουμε πως βρισκόμαστε σε αεροπλάνο. Ακριβώς δίπλα μας, εκεί που οι ρόδες του οχήματός μας αγκομαχούν να αποφύγουν τις κοφτερές άκρες, απλώνεται ο θεσσαλικός κάμπος. Τα παρδαλόχρωμα χωράφια μπλέκονται μεταξύ τους σαν κάποιος από ψηλά να παίζει τάγκραμ ή σαν να βλέπουμε χαλασμένη οθόνη γεμάτη πίξελ. Το πιο εντυπωσιακό, όμως, είναι η παρουσία άγριας ζωής. Αγέλες των ξακουστών θεσσαλικών αλόγων αλλά και πολλές αγριόγιδες κάνουν αισθητή την παρουσία τους, δίχως να ενοχλούνται από την ανθρώπινη παρουσία. Είναι πραγματικά απίστευτο όταν παρατηρείς ζώα που έχεις συνηθίσει να τα βλέπεις εξημερωμένα από τον άνθρωπο, να ζουν και να αναπαράγουν τη γενιά τους στη φύση μόνα τους, όπως κάνουν εδώ και αιώνες, χωρίς να γίνονται ιδιοκτησία κανενός.
Επιτέλους (για όσους επιβάτες ζαλίζονται), φτάνουμε στο καταφύγιο Χρηστάκη. Μας υποδέχεται ζεστό τσάι και μια παρέα πιτσιρικάδων από τη Λάρισα, που είχαν ήδη βρεθεί αχάραγα εκεί ώστε να δουν την αυγή του ήλιου από το σπίτι των Θεών. Το ορειβατικό καταφύγιο ανάγκης (δεν είναι οργανωμένο) πήρε το όνομά του από τον καπετάν Χρηστάκη, που έχασε σ’ εκείνο το σημείο τη ζωή του, πολεμώντας για την απελευθέρωση από τους Τούρκους. Ο τοπικός Ορειβατικός Σύλλογος Καλυβίων έδωσε προς τιμήν του την ονομασία τόσο στην κοντινή κορυφή (2.707 μ.) όσο και στο καταφύγιο. Και μιας που μιλάμε για κορυφές, ο Όλυμπος έχει πολλές από δαύτες και μάλιστα πάνω από τα 2.000 μέτρα. Οι τρεις μεγαλύτερες είναι ο διάσημος Μύτικας με υψόμετρο 2.918 μ., το Στεφάνι (ή Θρόνος του Δία) με υψόμετρο 2.912 μ. και το Σκολιό με υψόμετρο 2.905 μέτρα. Σε αυτήν θα ανηφορίσουμε εμείς! Ο Σάκης, ο οδηγός μας στην πεζοπορία, μας ενημερώνει πως ο Μύτικας πήρε το όνομά του από το μυττίς -μυττός που σημαίνει οξύ άκρο, ενώ η κορυφή Σκολιό την οποία θα κατακτήσουμε, στα αρχαία ελληνικά σήμαινε στρεβλό ή σκόπελος, που είναι ο ψηλός τόπος.
Η διαδρομή ξεκινά με χαμόγελα και πειράγματα αλλά σύντομα ακούς μόνο τις κρύες λαχανιασμένες ανάσες της ορειβατικής παρέας. Η ανηφόρα μας δυσκολεύει αφόρητα. Η υψομετρική διαφορά της ανάβασης είναι τεράστια. Σε μόλις 2 χιλιόμετρα απόσταση θα ανέβουμε 550 μέτρα υψόμετρο. Σαν να ανεβαίνεις επί μιάμιση ώρα μια σκάλα! Το τοπίο είναι αλπικό. Βραχώδες γυμνό έδαφος. Κανένα δέντρο δεν ευδοκιμεί σε τέτοιες σκληρές συνθήκες (παγετός, δυνατοί άνεμοι, αραιό οξυγόνο) και νιώθεις το δέρμα σου να καίγεται, εκτεθειμένο στον βασιλιά ήλιο. Γύρω μας μόνο βότανα και αγριολούλουδα να σπάνε την πέτρινη μονοτονία του τοπίου. Ένα κοπάδι αγριόγιδες μας κοιτά από μακριά δείχνοντας να μην πιστεύουν ότι θα τα καταφέρουμε μέχρι την κορυφή. Τουλάχιστον έτσι νομίζω μέσα στην παραζάλη λόγω της έλλειψης οξυγόνου!
Φτάνουμε στον αυχένα του Σκολιού, μια ισιάδα στα 2.850 μέτρα, όπου μπορείς να δεις πια το γαλάζιο χαλί του Αιγαίου. «Θάλαττα, θάλαττα» αναφωνώ σαν να βρίσκομαι στην κάθοδο των Μυρίων, σωστή Κύρου Ανάβασις. Η πανοραμική θέα σου κόβει την ανάσα· και μιλάμε κυριολεκτικά αυτή τη φορά. Το βλέμμα φτάνει από το πρώτο πόδι της Χαλκιδικής μέχρι τον Παρνασσό! Αντικρίζοντας την Ελλάδα από ψηλά, νιώθεις περήφανος για το κατόρθωμά σου να υπομείνεις και να επιμείνεις μέσα από τις αντιξοότητες. Ο αέρας εδώ λυσσομανάει αλλά δεν πτοούμαστε. Συνεχίζουμε για τα τελευταία μέτρα που μας οδηγούν στην κορυφή Σκολιό. Η καρδιά χτυπά δυνατά. Απέναντί μας ο Μύτικας, το ψηλότερο σημείο στην πατρίδα μας και δεύτερο σε όλα τα Βαλκάνια. Το λεγόμενο και Πάνθεον μπροστά μας, σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια. Δίπλα η κορυφή Στεφάνι, ο θρόνος το Δία. Άλαλα τα στόματα των (όχι ασεβών) ορειβατών. Άλλωστε μας το είχε πει και ο Σάκης, ο οδηγός μας, εξαρχής: για να ανεβείς τον Όλυμπο, πρέπει να τον σεβαστείς.
Αφού υπογράψαμε στο βιβλίο που υπάρχει στην κορυφή και αφήσαμε ανεξίτηλο το ίχνος μας στην ιστορία του βουνού, κατηφορίζουμε φανερά πιο εύκολα και γρήγορα. Όπως είναι προφανές, η ανάβαση και ο καθαρός αέρας μας έχει ανοίξει την όρεξη. Το γαστρονομικό μας ραντεβού είναι στο χωριό με το περίεργο όνομα Κοκκινοπηλός. Οι ντόπιοι το αποκαλούν Κοκκινοπλό και είναι βλαχοχώρι. Η ονομασία προήλθε από το χαρακτηριστικό κόκκινο αργιλώδες χώμα που καλύπτει το έδαφος της περιοχής. Οι Βλάχοι εγκαταστάθηκαν εδώ τον 12ο αιώνα και έφεραν όλα τους τα πολιτιστικά στοιχεία με κυριότερο τη γλώσσα. Το καταλαβαίνουμε από τις πινακίδες που μας καλωσορίζουν δίγλωσσα. Μπαίνοντας στο χωριό, εντύπωση προκαλούν τα ασβεσταριά. Είναι κάτι σαν πέτρινα ιγκλού, όπου οι κάτοικοι μετέτρεπαν την πέτρα σε ασβέστη μέσα από την καύση. Εμείς, βέβαια, καιγόμαστε να γεμίσουμε το στομάχι μας που γουργουρίζει σαν γκρινιάρικη γάτα, οπότε πέφτουμε κατευθείαν στις τοπικές νοστιμιές! Γαλοτύρι, παντζάρια, μπόλικο πεντανόστιμο κρέας και χαλβάς Φαρσάλων μας θυμίζουν πως στην καθημερινότητα της πόλης, τρώμε φαγητά που έχουν χάσει τη γεύση τους.





Οινογνωσία στο Κτήμα Όλοινος
Επιστρέφουμε στην Ελασσόνα γεμάτοι όχι μόνο από τα τοπικά εδέσματα αλλά κι από αυτά που ζήσαμε. Μετά από το καυτό ντουζ στο ξενοδοχείο, νιώθω πως δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου, μα δεν μπορώ να αρνηθώ την ευγενική πρόσκληση της Σεβαστής για οινογευσία στο οικογενειακό οινοποιείο τους, το κτήμα Όλοινος. Η ονομασία προφανής: οι αμπελώνες βρίσκονται κάτω από τη σκιά του μυθικού βουνού. Οπότε Όλυμπος + οίνος = Όλοινος! Σύσσωμη η υπόλοιπη ορειβατική παρέα έχει ήδη φτάσει. Οι δώδεκα θεοί των αρχαίων Ελλήνων βίωναν την απόλυτη μέθεξη στις νεφελοσκέπαστες κορφές του Ολύμπου απολαμβάνοντας νέκταρ και αμβροσία. Εμείς με τη σειρά μας, γευόμαστε μία μία τις ελληνικές και διεθνείς ποικιλίες αμπελιού που καλλιεργούνται στο κτήμα, όπως Ροδίτης, Μαλαγουζιά και Chardonnay. Στο επισκέψιμο κελάρι της οικογένειας, που η αρχιτεκτονική του συνδυάζει την άνεση με την παραδοσιακή κουλτούρα, μας ξεναγεί η Δέσποινα, κόρη της Σεβαστής. Η νεαρή κοπέλα μας μιλά με πάθος για τη διαδικασία που χρειάζεται ώστε να δούμε το αποτέλεσμα στο μπουκάλι μπροστά μας, από την καλλιέργεια μέχρι την εμφιάλωση.
Ύστερα από πολλά χαμόγελα και άφθονο κρασί, στο τέλος μας μένει η ζεστή ατμόσφαιρα του χώρου και η περιποίηση των ιδιοκτητών, που αποδεικνύουν πως είναι γνήσιοι απόγονοι του «Ξένιου» Δία.
Η φθινοπωρινή μαγεία του Κάτω Ολύμπου
Την επόμενη μέρα ξυπνώ αναζωογονημένος. Ο ύπνος είναι βαθύς στο ορεινό υγρό κλίμα της Ελασσόνας. Το πρόγραμμα σήμερα έχει βόλτα στα γραφικά χωριά του Κάτω Ολύμπου μέχρι τα Τέμπη και το ιστορικό χωριό, τα Αμπελάκια. Αυτή τη φορά, εκτός από την ορειβατική παρέα, θα είναι μαζί μας και ποδηλάτες από τον τοπικό σύλλογο. Έχει χαραχθεί και σηματοδοτηθεί μια εξαιρετική ποδηλατική διαδρομή 110 χλμ., που κινείται σε επαρχιακό οδικό δίκτυο μέσα από γραφικά χωριά, όπως το Πύθιο, τα Καλύβια, τη Συκαμινέα, την Καρυά, την Καλλιπεύκη, τους Γόνους και τα Τέμπη, πριν καταλήξει στο Δέλτα του Πηνειού. Κάθε στάση προσφέρει κάτι ξεχωριστό: παραδοσιακή αρχιτεκτονική, ήσυχα δάση, καταπράσινα λιβάδια και μοναδικά τοπία που αποπνέουν γαλήνη. Η αφετηρία για εμάς είναι στην Καρυά Ολύμπου στα 900 μ. υψόμετρο. Παρκάρω και μαζί με τους υπόλοιπους, ανηφορίζουμε προς την πλατεία του χωριού. Καθώς φτάνουμε, μένουμε με ανοιχτό το στόμα από τον γεροπλάτανο στη μέση της πλατείας. Είναι σαν μια γιγάντια ομπρέλα από φύλλα στα χρώματα του Φθινοπώρου. Στέκει εκεί αγέρωχα από το 1890! Μικρά συμπαθητικά καφενεία και γάτες που τρίβονται για χάιδεμα συνθέτουν ένα κλασικό ελληνικό επαρχιακό σκηνικό.
Το σύνθημα δίνεται και οι ποδηλάτες ξεκινούν. Εμείς τους ακολουθούμε στους φιδίσιους δρόμους, μέσα από την άνεση των οχημάτων μας. Στις ανηφοριές, απορώ με τη σωματική αλλά και ψυχική τους δύναμη, αφού ζορίζεται ακόμα και το αυτοκίνητο, πόσο μάλλον εκείνοι ποδηλατώντας. Στη μοναδική αυτή διαδρομή των 10 χιλιομέτρων μέχρι το επόμενο χωριό, την Καλλιπεύκη, το δέος του μυθικού Ολύμπου εξακολουθεί να κυριαρχεί, ειδικά όταν τα σύννεφα παίζουν κρυφτό με τις κορυφές του. Δεν έχω οδηγήσει ξανά στη ζωή μου σε τέτοιο απίστευτης ομορφιάς τοπίο. Περνάμε ανάμεσα σε οξιές, βελανιδιές και δρύες, με μια θεσπέσια φθινοπωρινή χρωματική παλέτα. Νομίζεις ότι έχεις μεταφερθεί στο «Μικρό σπίτι στο λιβάδι» κι αυτό γίνεται ακόμη πιο έντονο, όταν μέσα από το πυκνό δάσος ξεφυτρώνουν μικρά ξύλινα σπίτια με τριγωνικές σκεπές και σοφίτες, σε ρυθμό αλπικό. Νιώθω ότι είμαι κομμάτι ενός πίνακα ζωγραφικής που απεικονίζει τις ελβετικές Άλπεις. Οι ανηφορικές στροφές συνεχίζουν και φτάνουμε στα 1.200μ. υψόμετρο. Τώρα, πανύψηλα πεύκα μας κρύβουν περιπαιχτικά τον ήλιο. Είναι ψηλά σαν πολυκατοικίες αλλά ο κορμός τους είναι τόσο λεπτός, σαν καλαμάκι σε ποτήρι με φραπέ.
Φτάνουμε στην κορυφή του βουνού που οι ντόπιοι αποκαλούν Ράχη. Σταματάμε στην άκρη για να απολαύσουμε τη θέα από ένα μεγάλο πέτρινο κιόσκι. Κοιτώντας ανατολικά, η κοιλάδα των Τεμπών απλώνεται μπροστά μας σαν μια καταπράσινο μοκέτα. Βόρεια και δυτικά χωράφια που κάποτε αποτελούσαν τη λίμνη Ασκουρίς, πριν αυτή αποξηρανθεί. Αν και ονομαζόταν έτσι από τα αρχαία ακόμη χρόνια, οι ντόπιοι τη λένε Νέζερο, ένα σλάβικο όνομα που πήρε κατά τον Μεσαίωνα. Δίπλα μας ένα μικρό ξωκλήσι, αφιερωμένο στον Άγιο Νεκτάριο, με ένα υπέροχα αγιογραφημένο ταβάνι. Ευτυχώς (για αυτούς που αγκομαχούν στο πετάλι!), ξεκινάμε να κατηφορίζουμε, ώσπου φαίνονται τα πρώτα σπίτια της Καλλιπεύκης. Δεν σταματάμε γιατί πρέπει να προφτάσουμε στο τέρμα της διαδρομής, στους Γόννους, και να υποδεχτούμε τους ηρωικούς μας ποδηλάτες! Στην πλατεία του χωριού μάς υποδέχονται η Βούλα και η Στέλλα, δύο γυναίκες του τοπικού συνεταιρισμού, με χειροποίητες και τόσο χορταστικές πίτες.
Στα ιστορικά Αμπελάκια
Ο πανηγυρικός ερχομός των ποδηλατών δεν κρατάει πολύ αφού όλοι μαζί πάμε να το γιορτάσουμε στο χωριό Αμπελάκια, το στολίδι της περιοχής. Αν κάτι σας λέει το όνομα, όλοι μας το διδαχθήκαμε στο σχολείο αφού –όπως γράφει το βιβλίο της Ιστορίας– εδώ δημιουργήθηκε ο πρώτος αγροτικός συνεταιρισμός παγκοσμίως! Η «Κοινή Συντροφία» (όπως ήταν ο ευφάνταστος τίτλος του) εμπορευόταν πορφυρά βαμβακονήματα κι έφτασε να έχει 6.000 μέλη και 17 υποκαταστήματα σε όλη την Ευρώπη. Όλα αυτά εν μέσω Οθωμανικής κατοχής, στα μέσα του 18ου αιώνα. Από μακριά, τα πέτρινα σπίτια με τις κόκκινες κεραμοσκεπές φαίνονται σαν να κρέμονται στη σκιώδη πλαγιά του Κισσάβου. Είμαστε τυχεροί αφού αυτή τη μέρα πραγματοποιείται η –καθιερωμένη ετησίως– γιορτή κάστανου. Πολύς κόσμος έχει έρθει να απολαύσει φαγητό, μουσική και –τι άλλο– ψημένο κάστανο στην κεντρική πλατεία του χωριού.
Καθώς περπατάμε γοργά, ένα επιβλητικό τριώροφο κτίριο μας κεντρίζει την προσοχή. Είναι το Αρχοντικό του Σβαρτς. Αναρωτιέμαι τι δουλειά έχει ένας Γερμανός στο χωριό, αλλά τελικά το πανέμορφο αρχοντικό ήταν του επιφανούς Έλληνα Αμπελακιώτη, Γεώργιου Μαύρου, προέδρου του πάλαι ποτέ κραταιού συνεταιρισμού. Οι συναλλασσόμενοι μαζί του Γερμανοί και Αυστριακοί έμποροι του έδωσαν το όνομα Σβαρτς (που σημαίνει μαύρος στη γλώσσα τους), με το οποίο όμως έμεινε γνωστός τα επόμενα χρόνια. Το κτίριο ήταν έδρα της «Κοινής Συντροφίας» και στέγαζε το ταμείο, το θησαυροφυλάκιο, την αίθουσα συνεδριάσεων αλλά και πολλές κρύπτες. Έκανε οκτώ χρόνια να ανεγερθεί και τρία να ζωγραφιστεί. Ο διάκοσμος στην τοιχοποιία αλλά και στο ξυλόγλυπτο ταβάνι είναι πράγματι εντυπωσιακός! Ένα μίγμα αμπελακιώτικης αρχιτεκτονικής, ευρωπαϊκού μπαρόκ και επιρροών από το Μαρόκο και τη Μικρά Ασία, που όμοιό του δεν βλέπει κανείς πουθενά στην Ελλάδα.
Στην πλατεία, η γιορτή έχει ξεκινήσει. Πιανόμαστε σε χορούς κυκλωτικούς, με τους ήχους της λύρας να γεμίζουν το ζαλισμένο από κρασί και όμορφες εικόνες κεφάλι μας…




